“Play it Again, Sam” του Γούντι Άλλεν, σε σκηνοθεσία και μετάφραση του Γιώργου Ζαχαράκη, στο Θέατρο “Faust”
Ένα όνομα, μία ιστορία! Woody Allen. Ένας από τους πιο παρεξηγημένους Αμερικανούς δημιουργούς, που κατάφερε να δημιουργήσει τεράστια, ογκώδη φήμη, τόσο για την καλλιτεχνική του προσφορά, όσο και για την προσωπική του ζωή.
Αν και οι γονείς του γεννήθηκαν στο Μανχάτταν, ο Άλλεν είχε πολυ-πολιτισμικές επιρροές από τους Εβραίους, Αυστριακούς και Λιθουανούς παππούδες του. Σε αντίθεση με την κωμική του εικόνα, ο Άλλεν ήταν ιδιαίτερα συναισθηματικό άτομο, χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, που διαμορφώθηκε πιθανότατα από την κακή σχέση που είχε με τη μητέρα του. Βαριόταν πολύ εύκολα και γι’ αυτό δεν τελείωσε καμμία πανεπιστημιακή σχολή απ’ αυτές που ξεκίνησε. Όμως, ως ένα βαθύτατα σκεπτόμενο άτομο, προτίμησε να μελετά μόνος του.
Το θεατρικό “Play it Again, Sam” γράφτηκε για να του δώσει την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει. Πρωτοπαίχτηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1969 και τον έκανε γνωστό για την αστεία, ρομαντική και άκρως νευρωτική περσόνα του. Η ομώνυμη ταινία γυρίστηκε λίγα χρόνια αργότερα.
Το στόρυ αναφέρεται στον πρόσφατα χωρισμένο κριτικό κινηματογράφου, τον συμπαθή Άλαν, που προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεχάσει την επιπόλαια κι εγωίστρια πρώην σύζυγό του, Νάνσυ, σε μια αγχωτική και εφιαλτική -θα έλεγα- καθημερινότητα. Και μετά, να ξαναχτίσει την προσωπική του ζωή, όχι όμως τόσο επιτυχημένα. Ερωτεύεται και δημιουργεί μια πολύ περιστασιακή σχέση με τη Λίντα, γυναίκα του καλλίτερού του φίλου, Ντικ, ενώ στα ενδιάμεσα φιγουράρουν (αποτυχημένα) στο πλευρό του διάφορες αιθέριες υπάρξεις. Καμμία, όμως άξια λόγου και αντάξια της καλοσύνης του. Με τη γνωστή -στο οικείο περιβάλλον του- ανασφάλειά του, αναζητά επανειλημμένα την έμπειρη συμβουλή του κινηματογραφικού ειδώλου του, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ο Μπόγκαρτ εμφανίζεται συχνά στη σκηνή (πάντα στη φαντασία του Άλαν), δασκαλεύοντάς τον στα ερωτικά ζητήματα. Όμως ο Άλαν δεν είναι Μπόγκαρτ κι έτσι αποφασίζει να είναι ο εαυτός του, αποδεσμεύοντας τη Λίντα που γυρίζει στον σύντροφό της. Και στο τέλος, ο αδέξιος Άλαν βρίσκει την ευτυχία.
Εξαιρετικός ο Αρμάν Εδουάρδος Μενετιάν στον ρόλο του Άλαν Φέλιξ. Kαι μπορεί να θυμίζει εμφανισιακά και τον Woody Allen, έκανε όμως τον ρόλο εντελώς δικό του. Έχει εξαιρετική κωμική σκηνική παρουσία. Το νεύρο του και οι διαρκείς σπαστικές κινήσεις του, απόρροια της αμηχανίας και του άγχους του ρόλου του, ήταν απολαυστικές. Και από τη συχνότητα εμφάνισης, παρ’ ολίγον κολλητικές…
Η Σοφία Κικιλίντζια υπέροχη ως Λίντα, σύζυγος του κολλητού του, Ντικ. Γλυκιά, ευγενική και γεμάτη ενσυναίσθηση και ζεστασιά προσπαθεί να ταιριάξει τον ευαίσθητο σπασίκλα με ένα φυσιολογικό κορίτσι, αποκαλύπτοντας έτσι και τις προσωπικές της ανασφάλειες. Μαζί της συμπορεύεται ο Ντικ – Τάσος Προβιάς. Του ταίριαξε γάντι ο ρόλος. Μονίμως τσιτωμένος, έτσι όπως έχουμε στο μυαλό μας τους νέους και φιλόδοξους επιχειρηματίες. Διατηρεί, ωστόσο, το σωστό πρότυπο του καλού συζύγου και πιστού φίλου. Επίσης αξιόλογη παρουσία η Αλεξάνδρα Τσιάγκα, σε πολλαπλούς ρόλους, όλων των wanna be φιλενάδων του Άλαν. Με συνεχείς αλλαγές προσωπικοτήτων και χαρακτήρων και καταπληκτική κίνηση. Τέλος, με αναφορές σε πολύ γνωστές κλασικές ταινίες (κυρίως του Μπόγκαρτ), μας δόθηκε συχνά η ευκαιρία να δούμε τον Χρήστο Ντόβα επί σκηνής, που έκανε αισθητή την παρουσία του ως το απόλυτο αρρενωπό ίνδαλμα μιας άλλης εποχής.
Διάχυτος seventies ρομαντισμός στη δημιουργία του σκηνοθέτη Γιώργου Ζαχαράκη. Η επιλογή του έργου είχε υψηλό συντελεστή δυσκολίας, όμως κατάφερε να αποδώσει αυτό το εκλεκτικό γουντιαλλενικό χιούμορ και να επιδράσει στο κοινό του. Παρ’ όλο που -ως γνωστόν- δεν ανταποκρίνονται όλα τα κοινά σ’ αυτό το είδος. Διατήρησε γρήγορους ρυθμούς στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, πετυχαίνοντας διάρκεια της κωμικής διάθεσης, επιβραδύνοντας λιγάκι στις πιο τρυφερές στιγμές. Σε κάθε περίπτωση ο Ζαχαράκης αφοσιώθηκε στο μοναδικό αυτό έργο και το αποτέλεσμα ήταν απόλυτα θετικό.
Ωραίο το σετ της έμπειρης Χρύσας Δαπόντε. Με σκηνικά και κοστούμια που παρέπεμπαν αναμφίβολα στην εποχή και στην pop κουλτούρα. Ωραία κομμάτια, διακοσμητικά και χρηστικά παράλληλα, στην εξέλιξη του έργου. Επίσης, ο σχεδιασμός φώτων (Αλέξης Πηλός) και ήχου (Κυριάκος Πετρίδης) βοήθησαν πολύ στον διαχωρισμό πραγματικότητας και φαντασιώσεων.
Μπορεί το έργο και οι χαρακτήρες να μη διακρίνονται για τη σοβαρότητά τους, την πολυπλοκότητά τους και την επιτηδευμένη σύνθεσή τους, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Το “Play it Again, Sam” είναι μία ωραία παράσταση, που προσφέρεται για τις γιορτινές μέρες, αφού χαρίζει απλόχερα γέλιο με τις γκάφες του αδέξιου κι άχαρου κεντρικού ήρωα. Και μη μας διαφεύγει ότι είναι Woody Allen.
Για μια όμορφη και διασκεδαστική θεατρική βραδιά.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο άρθρο https://all4fun.gr/psyxagogia/theatre/parastaseis/84062-play-it-again-sam-woody-allen-giorgos-zaharakis-faust.
Της Βικτώριας Πέππα