Να μεταφέρεις στη σκηνή, φιλοσοφικά κείμενα δεν είναι εύκολο πράγμα. Να μεταφέρεις στη σκηνή φιλοσοφικά κείμενα, είναι όμως χρήσιμο πράγμα.Κείμενα που το κοινό ίσως δεν έρθει ποτέ σε επαφή μαζί τους μέσω ενός βιβλίου, και που ωστόσο έχει τόσα πολλά να πάρει κανείς διαβάζοντας και μελετώντας τα. Και η θεατρικοποίηση τους συμβάλλει ιδανικά στην μεταλαμπάδευση και κατανόησή τους.
Ένα τέτοιο κείμενο είναι και Το Φαγητό της Μαρίας Λαϊνά. Από αυτά που φωτίζουν τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, τσαλαβουτώντας στα βαλτώδη άδυτά της, αποκαλύπτοντας τα καλά «κρυμμένα της».
Και αυτό το κείμενο πήρε ο Δημήτρης Λιόλιος και με συνοδοιπόρο τον Σταύρο Λιλικάκη, το μετέφεραν για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή και το παρουσιάζουν στο ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Το κείμενο ταυτίζει το φαγητό με τον έρωτα, θεωρώντας τα και τα δύο ως απαραίτητες ζωοποιές και ταυτόχρονα καταστροφικές δυνάμεις για τον άνθρωπο: το φαγητό δίνει ζωή όπως ο έρωτας, φέρνει και την καταστροφή όπως ο έρωτας. Για να φας πρέπει να αγωνιστείς, να κοπιάσεις, να θηρεύσεις, να αιχμαλωτίσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την κατάκτηση του έρωτα. Πρέπει να υπάρχει θηρευτής και θήραμα, πρέπει να καρικεύσεις τη λεία σου, να την μαγειρέψεις και να την απολαύσεις. Όπως ακριβώς και στον έρωτα. Όπως υπάρχει πάντα και η προοπτική της «ωμοφαγίας». Ή και της «αδηφαγίας». Ή και ακόμα της νευρικής ανορεξίας και της συνειδητής αποχής από το «φαϊ»
Βασισμένη σε αυτήν την ευφυέστατη λογική σύλληψη και ταύτιση, με λιτά αλλά υποδειγματικά σαφήνειας σκηνικά μέσα (ένα τραπέζι, ένας πάγκος), η παράσταση αναδεικνύει αυτήν τη δύναμη του λόγου της Λαϊνά και την τόσο εύστοχη απόπειρά της να πλέξει, να δέσει, και να ομογενοποιήσει φαγητό και έρωτα, φαγητό και μοναξιά, φαγητό και ζωή.
Και αυτήν την ίδια γραμμή, ακολούθησε ο Δημήτρης Λιόλιος στην παράσταση, κρατώντας για τον εαυτό του τη λυρική και εύθραυστη γραμμή του έρωτα ενώ έδωσε στον Σταύρο Λιλικάκη την ορθολογική επεξηγηματική καθοδήγηση της: Ο Σταύρος Λιλικάκης, στεντόρειος, κυνικός και σίγουρος, αναλαμβάνει να μας μυήσει στη «φιλοσοφία» του φαγητού, ενώ ο Δημήτρης Λιόλιος με συναίσθημα βιώνει την απώλεια.
Έτσι, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, πότε διακόπτοντας, πότε δίνοντας «πάσα», με υποδειγματικές ερμηνείες καταφέρνουν να δημιουργήσουν στο γκαράζ του Κακογιάννη, μια μελαγχολική αλλά βαθιά και ουσιαστικά επικεντρωμένη παράσταση: έναν ύμνο στο Σισύφειο βάσανο του ανθρώπου, στο αέναο κυνήγι επιβίωσης του στον κόσμο: στην κατάκτηση τροφής και έρωτα. Γιατί μόνο με αυτά επιβιώνουμε.
Κώστας Ζήσης 1/12/2018