Καθώς η καραντίνα καλά κρατεί, συνεχίζουμε να αξιοποιούμε τον ελεύθερο χρόνο μας απολαμβάνοντας κινηματογραφικά διαμάντια στο διαδίκτυο. Ο λόγος αυτή την φορά για τον “Φόβο” του Κώστα Μανουσάκη. Η ταινία είναι διαθέσιμη στο youtube, στο link στο τέλος του κειμένου.
Η υπόθεση: Ένας κοινωνικά απομονωμένος νέος (Ανέστης Βλάχος) επιτίθεται στην κωφάλαλη ψυχοκόρη της οικογένειάς του (Έλλη Φωτίου), την οποία κακοποιεί σεξουαλικά και στη συνέχεια σκοτώνει. Οι κηδεμόνες του (Αλέξης Δαμιανός-Μαίρη Χρονοπούλου), αν και ανακαλύπτουν το έγκλημα και οργίζονται μαζί του, αποφασίζουν να κρύψουν την αλήθεια και να εξαφανίσουν το πτώμα σε μια λίμνη. Η ελεύθερη σχέση της κόρης (Έλενα Ναθαναήλ) με έναν μηχανικό (Σπύρος Φωκάς) είναι το μόνο φωτεινό διάλειμμα μέσα στο γενικό ζόφο της ιστορίας.
Είναι ορισμένες ταινίες που για κάποιο λόγο, όσες φορές και αν τις έχω παρακολουθήσει, κάθε φορά που τις βλέπω, απορώ πάντα με το μεγαλείο και την δημιουργικότητα που τις έφεραν στη ζωή. Η εσωτερική δύναμη και το βάθος τους αγγίζουν και συγκλονίζουν διαχρονικά. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τον «Φόβο» και στη μεγάλη οθόνη πριν τρία χρόνια στο πλαίσιο της σειράς προβολών «Η Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού σινεμά». Αξέχαστη βραδιά.
Αξέχαστη κυρίως η εμπειρία θέασης της τελευταίας σκηνής του «Φόβου» στο μεγάλο πανί. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι θα παρότρυνα ποτέ τους υποψήφιους θεατές να προχωρήσουν κατευθείαν στο τέλος – αν και είναι μία ομολογουμένως εντυπωσιακή σκηνή που στέκει ακόμα και μόνη της. Ολόκληρη η ταινία χτίζεται με εξαιρετικό ρυθμό και φανερώνει μια αποκαλυπτική άποψη για το σινεμά, η οποία δίνει το στίγμα της ήδη από την απειλητική, παράξενη μελωδία των τίτλων αρχής. Η ταινία κατορθώνει στην εξέλιξη της να είναι ταυτόχρονα υπαρξιακό δράμα για την έννοια της ενοχής, ηθογραφία που ασκεί κοινωνική κριτική (το πρόβλημα της συνενοχής) και ψυχολογικό θρίλερ με χιτσκοκικές πινελιές σε σχέση με την ανάλυση του διαταραγμένου κεντρικού χαρακτήρα.
Ένα μικρό δείγμα από τις κριτικές της εποχής:
Γ. Μπακογιαννόπουλος (1966): «Με το άλμα αυτό στο παρελθόν, στην ρεαλιστική ηθογραφία του Χατζόπουλου και του Θεοτόκη, αλλά εμπλουτισμένη με σύγχρονα στοιχεία, όπως η ψυχανάλυση, ο Μανουσάκης δένει γερά το θέμα με τη γη, με τις παραδοσιακές δυνάμεις από τη μια, και με την ιστορική στιγμή από την άλλη. Οι εικόνες του δεν παραφράζουν το μύθο, αλλά δημιουργούν μόνες τους τις συγκρούσεις, σημαίνουν το δράμα, εκφράζουν με όλα τα εικαστικά τους στοιχεία.»
Αντώνης Μοσχοβάκης από την Αυγή (1966): «Ο σκηνοθέτης αναδείχνεται κυρίαρχος των μέσων του, εναλλάσσει μαεστρικά, βίαια, ρωμαλέα τα πλάνα, τις σκηνές, οικοδομεί την ατμόσφαιρα, συνυφαίνει την ψυχολογία με τη δράση. Το ντεκουπάζ είναι επιδέξιο, το μοντάζ εύστοχο, ευλύγιστο, η σκηνοθεσία ευρηματική, εμπνευσμένη. Ίσως θα διαφωνήσει κανείς με τον ωμό νατουραλισμό της (ιδιαίτερα στη σκηνή των ψαριών), αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί τη δημιουργικότητά της. Ο Μανουσάκης κάνει κινηματογράφο. Με την τρίτη αυτή ταινία του, κατατάσσεται δικαιωματικά ανάμεσα στους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού σκηνοθέτες-δημιουργούς του κινηματογράφου μας».
Πράγματι, ο Κώστας Μανουσάκης αποδείχτηκε ιδιοφυής, χτίζοντας εσωτερικό ρυθμό και αγωνία με αρμονικές εναλλαγές ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το ρεαλιστικό δράμα, καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας. Είναι όμως στην κορύφωση της τελικής σκηνής όπου κάτω από την ανατριχιαστική μουσική υπόκρουση του Γιάννη Μαρκόπουλου, αποθεώνεται το ταλέντο όλων των συντελεστών της ταινίας. Σκηνοθεσία, χορογραφία, φωτογραφία, μοντάζ, ερμηνείες μέσω βλεμμάτων, τα οποία λένε τα πάντα, χωρίς να ακουστεί ούτε μια κουβέντα μετά το αλησμόνητο «Σήκω ρε!» από τον Αλέξη Δαμιανό, ο οποίος δίνει το σύνθημα για να ξεκινήσει ένα ιερά τρομακτικό πανηγύρι, που εγκλωβίζει ασφυκτικά τον αντιήρωα του έργου. Μια αληθινά ψυχεδελική σκηνή που χαρακτηρίζεται από μια μοιραία, αυθύπαρκτη μαγεία. Η απελπισία του χαρακτήρα που υποδύεται με απαράμιλλη πειστικότητα ο Ανέστης Βλάχος καθίσταται οικουμενική.
Ο «Φόβος» επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο 16ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (24 Ιουνίου – 5 Ιουλίου 1966) αφήνοντας άριστες εντυπώσεις (Χρυσή Άρκτος στο Cul-de-sac του Πολάνσκι). Άλλωστε ο Μανουσάκης ήδη από το 1964 είχε γυρίσει και την εξαιρετική «Προδοσία», με την οποία είχε διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ των Καννών. Όλα έδειχναν ότι ξεκινούσε μια ένδοξη κινηματογραφική καριέρα.
Είναι μεγάλο κρίμα που ο «Ο Φόβος» ήταν η τελευταία ταινία του μεγάλου auter Κώστα Μανουσάκη, του «εξόριστου» κινηματογραφιστή, ο οποίος πέθανε το 2005 σε ηλικία 76 ετών, αλλά έμελλε να σκηνοθετήσει το κύκνειο άσμα του το 1966, μόλις στα 37 του χρόνια, έχοντας γυρίσει συνολικά τρεις ταινίες. Ένα μυστήριο καλύπτει το πρόωρο τέλος μιας πολλά υποσχόμενης κινηματογραφικής διαδρομής. Έχουν ακουστεί κατά καιρούς διάφορα σε σχέση με την αποστασιοποίηση του από το σύστημα της εποχής, αλλά και της μεταπολίτευσης, τα οποία επί της ουσίας τον απέβαλαν, στερώντας από τον ελληνικό κινηματογράφο έναν σπουδαίο δημιουργό. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ, αφού δεν είναι δυνατόν να διασταυρώσω την αλήθεια μιλώντας με τον ίδιο. Ένα είναι βέβαιο: ο «Φόβος» είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.
Ελλάδα, 1966.
Διάρκεια: 116’.
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Κώστας Μανουσάκης.
Φωτογραφία: Νίκος Γαρδέλης.
Πρωταγωνιστούν: Ανέστης Βλάχος, Έλλη Φωτίου, Αλέξης Δαμιανός, Σπύρος Φωκάς, Μαίρη Χρονοπούλου, Έλενα Ναθαναήλ.
Δείτε την ταινία:
https://www.youtube.com/watch?v=qBmrq6YniZY&t=1513s
Από τον Κωνσταντίνο Στραγαλινό