Η Κίττυ Αρσένη έφυγε ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο στα 78 της.
«Με πήγαν στα νταμάρια της Κυψέλης, ήταν έρημος τόπος εκεί.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε, ανεβήκαμε κάποια κατσάβραχα και εκεί έγινε μια πρώτη επίδειξη δύναμης βασανιστηρίων και εκφοβισμού με εικονικές εκτελέσεις – έγινε και μια φάλαγγα μέσα στο αυτοκίνητο. Πέφτανε και κάτι έτσι αδέσποτες στο κεφάλι μου. Και ύστερα από κάποια ώρα, επειδή δεν μιλούσα, με πήγαν στην Ασφάλεια…
Από εκεί και πέρα άρχισε μια περίοδος ανακρίσεων άλλου τύπου, εξοντωτικές αϋπνίες, αυστηρά απομόνωση, που σήμαινε ότι σε ένα κελί γεμάτο κοριούς δεν έπινες νερό, δεν έτρωγες, δεν έβγαινες για τις σωματικές σου ανάγκες. Και βεβαίως ήταν και η επίσκεψη επάνω στην περίφημη ταράτσα. Εκεί ήταν το λεγόμενο πανηγύρι, τα πιο συστηματικά βασανιστήρια. Ηταν το δέσιμο πάνω στον πάγκο για να είσαι ακίνητος. Ητανε τα νερά που σου ρίχνανε και η φάλαγγα η κανονική που είναι αυτό το χτύπημα στα πέλματα με ματσούκια…»
Αυτή η περιγραφή για τους βασανισμούς, στην αρχή της δικτατορίας, στην Κυψέλη και την περιβόητη ταράτσα της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας 18 (η εν λόγω διεύθυνση ήταν και ο τίτλος περίφημου αυτοβιογραφικού της πονήματος), είναι που μας αφήνει κληρονομιά, πιότερο και από τη θεατρική καριέρα της, η ηθοποιός και αγωνίστρια, μέλος του Πατριωτικού Μετώπου (ΠΑΜ) Κίττυ Αρσένη.
Περιγραφή την οποία κατέθεσε το 1968 – όταν κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό, κυνηγημένη από τη χούντα των συνταγματαρχών, και στο Συμβούλιο της Ευρώπης για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – η κεφαλονίτισσα, άλλοτε μαθήτρια στη Σχολή Κάρολου Κουν, που έφυγε ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο στα 78 της.
Υποψήφια βουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού το 1974, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Ελληνικής Αριστεράς, μέλος του Συνασπισμού, στέλεχος της ΔΗΜΑΡ, γενική γραμματέας του Συλλόγου Ελλήνων Ηθοποιών, η Κίττυ Αρσένη με την έντονη πολιτική δράση παράλληλα με τους θεατρικούς ρόλους (από το 1983 έως το 1995 στο Εθνικό Θέατρο) μόλις και πρόλαβε να συμμετάσχει ως μέλος του νεοσυσταθέντος Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού – από τον Μάιο – στις πρώτες του συνεδριάσεις.
Συνεργάστηκε με τους Ζυλ Ντασσέν και Μελίνα Μερκούρη, Νίκο Κούρκουλο, Κώστα Ρηγόπουλο και Κάκια Αναλυτή κ.ά.
Ρόλος – σταθμός όμως ήταν εκείνος της Πενίας στον αριστοφανικό «Πλούτο», σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι, το 1985 στο Εθνικό.
Ομως περισσότερο απ’ όλα είχε συνδεθεί με τη σύλληψή της από τη χούντα επειδή μετέφερε κασέτες με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη στο εξωτερικό, αλλά και επειδή βοήθησε «να κρυφτούνε παράνομοι που δεν είχαν προλάβει να τους συλλάβουν» ή να συλλεχθούν «πληροφορίες για το τι συνέβαινε στα κρυφά στρατόπεδα, στους εξόριστους».
Πηγή: http://www.tanea.gr/