2 Μαρτίου 1998. Η 10χρονη Νατάσσα (Natascha Kampusch) ξεκινάει την καθημερινή διαδρομή της για το σχολείο. Δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό της. Στα μισά του δρόμου συναντά τον απαγωγέα της, Wolfgang Priklopil (Πρίκλοπιλ), που από την ημέρα εκείνη θα τη φυλακίσει στο μυστικό κελί του σπιτιού του, μαζί με την αβέβαιη μοίρα της. Τουλάχιστον, για τα επόμενα χρόνια…
Μέχρι τη στιγμή της απαγωγής της η Κάμπους, ζούσε στη Βιέννη μεγαλώνοντας με τους γονείς της. Είχε δύο ακόμα ενήλικες αδερφές. Τα παιδικά της χρόνια δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ήρεμα, πόσο μάλλον ευτυχισμένα. Οι γονείς της χώρισαν, όταν η ίδια ήταν ακόμα πολύ μικρή, ενώ η σχέση με τη μητέρα της ήταν ταραχώδης, με πολλές λογομαχίες και συγκρούσεις.
Το ίδιο επισημαίνει και ο Ludwig Adamovich, υπεύθυνος ειδικής επιτροπής σχετικά με την έρευνα της υπόθεσης, ισχυριζόμενος ότι “ίσως η περίοδος που η Κάμπους ήταν φυλακισμένη ήταν καλύτερη για εκείνη από την μέχρι τότε ζωή της”. Αυτή η δήλωση, έκανε έξαλλη τη μητέρα της, Birgitta Sirny, η οποία απείλησε να τον μηνύσει.
Πριν από την ημέρα της απαγωγής της η Κάμπους είχε μόλις επιστρέψει από διακοπές που βρισκόταν με τον πατέρα της, στο σπίτι της μητέρας της στη Βιέννη.
Η αρπαγή και η αρχή των ερευνών
“Εκείνος με άρπαξε από τη από τη μέση και μέσα από την ανοιχτή πόρτα με πέταξε στο φορτηγό. Όλα έγιναν με μια μόνο κίνηση, λες και η σκηνή είχε χορογραφηθεί και την είχαμε προβάρει μαζί. Μια χορογραφία του τρόμου. Φώναξα; Νομίζω όχι. Κι όμως, όλα μέσα μου ήταν μια μικρή κραυγή.” Αυτή είναι η διήγηση της Νατάσα, μέσα από το βιβλίο της με τίτλο “3.096 μέρες- Η δύναμη της ανθρώπινης ψυχής”, όπου εξιστορεί τα πέτρινα χρόνια της ζωής της, αλλά και τη ζωή της ως παιδί.
Μια 12χρονη μάρτυρας, ανέφερε ότι στο φορτηγό ήταν δύο άνδρες, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε από την Κάμπους.
Ακολούθησε αμέσως μια τεράστια προσπάθεια της αστυνομίας, όπου εξετάστηκαν 776 μίνι-βαν, συμπεριλαμβανομένου και αυτού του απαγωγέα, Πρίκλοπιλ, ο οποίος ζούσε μισή ώρα έξω από τη Βιέννη. Αν και δήλωσε ότι στο πρωί της απαγωγής ήταν μόνος στο σπίτι, η αστυνομία ικανοποιήθηκε με την εξήγησή του ότι χρησιμοποιούσε το φορτηγάκι του για να μεταφέρει τα ερείπια από την κατασκευή του σπιτιού του.
Οι έρευνες στη συνέχεια, εξέτασαν τις πιθανότητες παιδικής πορνογραφίας και εμπορίου οργάνων, συνδέοντας την υπόθεση με τα εγκλήματα του γάλλου κατά συρροή δολοφόνου Michel Fourniret. Αλλά, επειδή το κορίτσι είχε μαζί του το διαβατήριό του όταν έφυγε, η αστυνομία επέκτεινε την αναζήτηση και στο εξωτερικό. Οι κατηγορίες ενάντια στην οικογένεια Κάμπους δεν αργούν να έρθουν και το ζήτημα της απαγωγής περιπλέκεται ακόμα πιο πολύ. Υπήρξαν αβάσιμες κατηγορίες ότι η μητέρα της Νατάσα συμμετείχε με κάποιον τρόπο στην απαγωγή ή στην κάλυψή της.
“Το κελί”
Ένα μικρό δωμάτιο 5 τετρ. μέτρων, κάτω από το γκαράζ του Πρίκλοπιλ, χωρίς παράθυρα, ηχομονωμένο και με μια τσιμεντένια πόρτα ενισχυμένη με χάλυβα, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση διαφυγής, ήταν ο χώρος που ζούσε η Κάμπους από την ημέρα της απαγωγής της. Η είσοδος του δωματίου ήταν κρυμμένη πίσω από ένα ντουλάπι. “Ο χώρος ήταν υπερβολικά μικρός, ο αέρας υπερβολικά μουχλιασμένος, δεν γινόταν να είναι αληθινά όλα αυτά”, περιγράφει η ίδια. Για τους πρώτους έξι μήνες της αιχμαλωσίας της, δεν της επιτράπηκε να βγει ούτε για μια στιγμή και για πολλά από τα χρόνια της αιχμαλωσίας της, ο Πρίκλοπιλ, δεν της έδινε άδεια να αφήσει το μικροσκοπικό της χώρο τη νύχτα.
Λίγο καιρό αργότερα, άρχισε να ξοδεύει όλο και περισσότερο χρόνο επάνω, στο υπόλοιπο του σπιτιού, αλλά κάθε νύχτα επέστρεφε πίσω στη “φυλακή” της για ύπνο, όπως και όταν ο απαγωγέας της έλλειπε για δουλειά. Τα τελευταία πια χρόνια, την είδαν πρώτη φορά μόνη έξω στον κήπο και, μάλιστα, ένας από τους συνέταιρους του Πρίκλοπιλ είπε ότι συνάντησε την Κάμπους κοντά στο σπίτι του, όταν ο απαγωγέας της τον επισκέφτηκε για να δανειστεί ένα ρυμουλκό.
“Έβγαινα τις μέρες που έκανα τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού με τον Πρίκλοπιλ, αλλά πάντα μετά έπρεπε να είμαι κλειδωμένη στο υπόγειο. Για να κοιμηθώ και για να ζήσω. όταν έλειπε κατά τη διάρκεια της ημέρας έπρεπε να βρίσκομαι κάτω, όπως και όταν είχε επισκέψεις ή όταν ερχόταν η μητέρα του για το Σαββατοκύριακο. Ήταν αφόρητο. (…) Είχα την επιλογή να μένω μόνη μου ή να είμαι μαζί του. Αυτή η εναλλακτική δεν ήταν κακή, αλλά δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω γι’ αυτό το θέμα γιατί ο Πρίκλοπιλ δεν είναι εδώ για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Και στην καημένη την κυρία Πρίκλοπιλ δεν θα άρεσε καθόλου να διαβάσει στον Τύπο πράγματα για τον γιο της που δεν αφορούν κανέναν εκτός ίσως από την αστυνομία”.
Μετά τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της, μπορούσε να αφήσει πλέον το σπίτι μαζί με τον δυνάστη της, αλλά ο Πρίκλοπιλ απείλησε να την σκοτώσει εάν έκανε οποιαδήποτε ενέργεια. Αργότερα, την πήρε μαζί του σε ταξίδι σε θέρετρο κοντά στη Βιέννη για να κάνουν σκι για μερικές ώρες. Αρχικά η Κάμπους το αρνήθηκε, αλλά τελικά παραδέχτηκε ότι ήταν αλήθεια, πως το ταξίδι έγινε και πως τότε δεν είχε καμία ευκαιρία να δραπετεύσει.
Μετά τη διαφυγή της, η Κάμπους έφερε στο φως στοιχεία από την καθημερινότητα με τον απαγωγέα της. Είπε πως με τον Πρίκλοπιλ, ξυπνούσαν νωρίς κάθε μέρα και έτρωγαν πρωινό μαζί. Της έδινε βιβλία, ώστε να συνεχίσει τη μόρφωσή της και σύμφωνα με έναν συνάδελφο του, η Νατάσα ήταν φαινομενικά ευτυχής. Αργότερα, εξηγώντας ότι γενικά δεν είχε νιώσει ότι είχε χάσει κάτι κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της, σημείωσε, “είχα στην διάθεση μου πολλά πράγματα, δεν άρχισα το κάπνισμα ή το ποτό και δεν έβγαινα έξω με κακές παρέες”. Αλλά: “Είχα πάντα τη σκέψη: σίγουρα δεν ήρθα σ’ αυτόν τον κόσμο για να είμαι φυλακισμένη και η ζωή μου καταστράφηκε εντελώς. (…)Είδατε το μπουντρούμι μου στην τηλεόραση και στα μέσα. Κατά συνέπεια ξέρετε πόσο μικρό ήταν. Ήταν ένα μέρος απελπισίας.” Στον σύμβουλο μέσων της η Κάμπους είπε, ότι ο Πρίκλοπιλ “την κτυπούσε τόσο άσχημα που μετά βίας μπορούσε να περπατήσει. Όταν ήταν κτυπημένη και μελανιασμένη, προσπαθούσε να την συμμαζέψει. Κατόπιν έπαιρνε τη φωτογραφική μηχανή του και θα την φωτογράφιζε”.
Την είχε προειδοποιήσει ότι οι πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού ήταν παγιδευμένα με εκρηκτικά. Υποστήριξε επίσης ότι οπλοφορούσε και ότι θα σκότωνε πρώτα εκείνη και στη συνέχεια τους γείτονες αν προσπαθούσε να δραπετεύσει. Υπήρχαν στιγμές που η Κάμπους στην απόγνωσή της σκεφτόταν να τον σκοτώσει, αλλά πάντα απομάκρυνε γρήγορα την ιδέα. Προσπάθησε να κάνει θόρυβο κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων αιχμαλωσίας της με τη ρίψη μπουκαλιών με νερό στους τοίχους. Στα ταξίδια της μαζί του, προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή, αλλά μάταια.
Αντικείμενο συζητήσεων στα μέσα ενημέρωσης και σημείο που η ίδια δεν ήθελε ποτέ να διευκρινίσει ήταν το αν ήταν μόνιμο θύμα βιασμού από τον απαγωγέα της ή, κάποια στιγμή, αναγκάστηκε να υποκύψει και όλα γίνονταν με τη θέληση ή τουλάχιστον την ανοχή της. Εκείνη διευκρινίζει: “Δεν πρόκειται να γράψω γι’ αυτό το κομμάτι της φυλάκισής μου- είναι το τελευταίο κομμάτι ιδιωτικής μου ζωής που μου απομένει και θέλω να το κρατήσω για τον εαυτό μου, αφού η ζωή μου κατακερματίστηκε σε τόσες αναφορές, ακροαματικές διαδικασίες, φωτογραφίες. Θα πω όμως το εξής: οι δημοσιογράφοι των φυλλάδων έπεσαν έξω στη λαχτάρα τους για εντυπωσιασμό. Ο δράστης ήταν από πολλές απόψεις ένα κτήνος και πολύ πιο φρικτός από ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Αλλά, από τη συγκεκριμένη άποψη δεν ήταν έτσι. Όταν με έδενε πάνω του τις νύχτες δεν επρόκειτο για σεξ. Ο άντρας που με χτυπούσε, που με κλείδωνε στο μπουντρούμι και με άφηνε να πεινάσω, ήθελε μόνο να κουρνιάσει σε μια αγκαλιά. Υπό τον έλεγχό του δεμένη με τις πλαστικές του χειροπέδες, ήμουν κάτι από το οποίο κρατιόταν σφιχτά τη νύχτα.”
Η στιγμή της ελευθερίας
Στις 23 Αυγούστου του 2006, η Κάμπους καθάριζε και σκούπιζε τη BMW του απαγωγέα της στον κήπο. Στις 12:53 μ.μ., κάποιος κάλεσε τον Πρίκλοπιλ στο κινητό του. Ο θόρυβος από την ηλεκτρική σκούπα, που χρησιμοποιούσε εκείνη την ώρα η Κάμπους τον έκανε να πάει πιο μακριά για να μιλήσει. Εκείνη ήταν η στιγμή! Η Κάμπους αφήνει τη σκούπα σε λειτουργία και τρέχει μακριά, χωρίς ο απαγωγέας της να το αντιληφθεί. Η κοπέλα έτρεξε για περίπου 200 μέτρα μέσα από τους κήπους, πηδώντας φράχτες, και ζητώντας από τους περαστικούς να καλέσουν την αστυνομία. Δεν της έδωσαν καμία προσοχή. Μετά από περίπου πέντε λεπτά, χτύπησε το παράθυρο ενός 71χρονου γείτονα, λέγοντας “είμαι η Νατάσα Κάμπους”. Ο γείτονας κάλεσε την αστυνομία. Η ταυτότητα της Κάμπους πιστοποιήθηκε από ένα σημάδι στο σώμα της, από το διαβατήριό της (που βρέθηκε στο δωμάτιο όπου ήταν κρατημένη), και από τις αναλύσεις DNA. Η υγεία της ήταν σχετικά καλή αν και φαινόταν χλωμή, ταλαιπωρημένη και να ζυγίζει μόλις 48 κιλά, κοντά στο ίδιο βάρος που είχε οχτώ χρόνια πριν, την ημέρα που εξαφανίστηκε.
Ο Sabine Freudenberger, η πρώτη αστυνομικός που της μίλησε μετά από τη δοκιμασία της, είπε ότι έμεινε έκπληκτη από “τη νοημοσύνη της, το λεξιλόγιό της”. Μετά από τα δύο πρώτα χρόνια της κράτησης της ο Πρίκλοπιλ, της έφερε βιβλία, εφημερίδες και ένα ραδιόφωνο, τα οποία κράτησε συντονισμένα κυρίως σε έναν σταθμό που σταθμός γνωστό για την προώθηση της εκπαίδευσης και της κλασικής μουσικής. Επίσης δήλωνε ότι συνεχώς είχε ένα συναίσθημα στέρησης: “ένα έλλειμμα. Έτσι θέλησα να κάνω ότι καλύτερα και προσπάθησα να εκπαιδευτώ, να αποκτήσω δεξιότητες. Έμαθα για παράδειγμα να πλέκω”.
Όσο για τον Πρίκλοπιλ, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία τον καταδίωκε, αυτοκτόνησε, πηδώντας μπροστά από ένα προαστιακό τραίνο κοντά στο σταθμό Wien Nord στη Βιέννη. Προφανώς, είχε προγραμματίσει την πράξη αυτή, προτιμώντας το θάνατο από το να συλληφθεί, λέγοντας πολλές φορές στην Κάμπους ότι “δεν θα τον έπιαναν ζωντανό”.
Από την ημέρα της εμφάνισης της Νατάσα Κάμπους, η προσοχή των μίντια στράφηκε σε εκείνη. Ακολούθησαν επιλεγμένες συνεντεύξεις, η αυτοβιογραφία “3,096 Days” τέσσερα χρόνια μετά και η υπογραφή συμβολαίου με το κανάλι της Αυστρίας Puls 4, για το δικό της talk show, η πρεμιέρα του οποίου έγινε τον Ιούνιο του 2008, αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία.
Όταν η ίδια ερωτήθηκε για το πώς νιώθει για τον απαγωγέα της και για όσα έζησε για εκείνα τα 8,5 χρόνια, απάντησε: “Η πράξη της συγχώρεσης με έκανε πιο δυνατή από την εμπειρία που είχα ζήσει και μου έδωσε την δυνατότητα να επιβιώσω. Αγαπώ την ελευθερία μου και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα εκτός από αυτήν…”
Της Έλενας Αρώνη