Ο αέρας μυρίζει γη και μπαχάρι. Ένα φυσικό τονωτικό που σε γειώνει και σε αναζωογονεί με το που βγαίνεις από το αεροπλάνο. Οι άνθρωποι είναι γελαστοί και ζωηροί, σαν να μην υπάρχουν τείχη αναμεταξύ σας, σαν να γεννιούνται κατευθείαν από τη γη.
Στη νυχτερινή διαδρομή με το βανάκι προς την Μητρόπολη, είδα για πρώτη φορά με τα μάτια μου συνοικίες ολόκληρες φτιαγμένες από παράγκες και κοντέινερ. Σοκαρίστηκα αρχικά με το πόσο μικρός μπορεί να γίνει ο ζωτικός χώρος του ανθρώπου. Μια εξαθλίωση θαρρείς αδυσώπητη. Μα εντούτοις, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ξεπρόβαλαν ολοφώτιστα κλαμπ και μικρομάγαζα. Οι παραγκουπόλεις ήταν διανθισμένες με εστίες νυχτερινής διασκέδασης, δυνατή μουσική, πολύχρωμα λαμπιόνια και φωτεινές επιγραφές. Ποτέ δεν είδα τη φτώχεια να έχει όψη τόσο εορταστική.
Οι άνθρωποι που ζουν σε αυτό τον τόπο, είναι όλοι τους ποιητές. Δεν πτοούνται από την τεράστια υλική τους ανεπάρκεια, αλλά συμπληρώνουν τα κενά χορεύοντας, μ’ ένα αστείρευτο περίσσεμα ψυχής το οποίο σε πείσμα των δυσχερειών προβάλει μια φαντασιακή μεγαλούπολη επάνω στα χώματα. Πόση ανεξάντλητη φαντασία και πόση αφαιρετική σκέψη χρειάζεται για να γίνει αυτό;
Οι άνθρωποι που ζουν σε αυτό τον τόπο, είναι όλοι τους ποιητές. Η αρχοντιά τους, όταν σηκώνονται τα ξημερώματα για να σκουπίσουν τα πεζοδρόμια έξω από τα χαμόσπιτά τους και να πάνε στη δουλειά, ξεπερνάει την αυταρέσκεια κάθε αλλοτριωμένου λευκού που φοβάται να συναντήσει τον γείτονα βγαίνοντας από το διαμέρισμά του.
Παραφράζοντας τον T. S. Elliot, oι συνοικίες της Ουγκάντα μοιάζουν με “πασχαλιές που γεννιούνται μέσα από τη στέρφα γη”.
Σε αυτό τον τόπο είναι πάντα Απρίλης.
Η Αφρική είναι το πράσινο και το κόκκινο. Είναι το χώμα και το αίμα. Κόκκινο και πράσινο παντού, ερυθρή γη και πράσινες μπανανιές. Οι άνθρωποι μιλούν με χρώμα κι ο θεός συλλαβίζει τη ζωή.
Αυτά τα χαμόσπιτα τα Αφρικάνικα, με τα οποία είναι διάσπαρτη η ύπαιθρος και τα περίχωρα των πόλεων, επενδυμένα τον ηλεκτρισμό, διατηρούν εντός τους τo ρεύμα της φιλοξενίας, τον σφυγμό μιας παράδοσης στα μέτρα του ανθρώπου.
Εδώ ο άνθρωπος δεν είναι καταναλωτής. Είναι πρωτογενής παραγωγός, σε θέση να φτιάξει το κάθε στέλεχος της πραγματικότητας του με τα γυμνά του χέρια. Είναι ο κύριος του οίκου του και τα ελάχιστα αγορασμένα του αγαθά είναι υποταγμένα στη φθορά της καθημερινής τους χρήσης.
Δεν θα δεις εδώ αντικείμενα γιγαντωμένα σε διαστάσεις απάνθρωπες. Δεν θα δεις συρρικνωμένα ανθρωπάκια να προσκυνούν τα πελώρια, άδεια και γυαλισμένα τοτέμ του καπιταλισμού. Εδώ το κάθε μηχάνημα σκονισμένο, σα δαμασμένο θηρίο, υπακούει ταπεινά στις προσταγές του αφέντη του.
Τα χαμόσπιτα της Ουγκάντα είναι μικροί ναοί λατρείας της ζωής. Οι τοίχοι τους βαμμένοι ροζ και γαλάζιοι, κόκκινοι και πράσινοι, υπενθυμίζουν ότι η μόνη βεβαιότητα είναι ότι τώρα είμαστε ζωντανοί.
Ο εξαθλιωμένος της Αθήνας δεν έχει ουδεμία σχέση με τον φτωχό της Ουγκάντα. Ο ναρκομανής ή ο άστεγος της Αθήνας, υπόδικος των ενστίκτων και συνθλιμμένος της απληστίας, περιφέρει την υποταγή του και αναμοχλεύει τη θανατολάγνα του εξάρτηση από τα παράγωγα διάσπασης του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ο φτωχός της Αφρικής, σε κατάφαση με τη ζωή, διαπνεόμενος από τροπικές βροχές, γλυκές λιακάδες και μεστούς ανέμους, υμνεί την ύπαρξη με κάθε του ανάσα, τηρώντας ευλαβικά τους κανόνες υγιεινής μιας αλήθειας πανανθρώπινης, ακόμα κι όταν πλαγιάζει κατάχαμα σε μια ξύλινη καλύβα.
Δεν θα σας πω γι’ αυτά που θέλετε να ακούσετε. Το AIDS, τη διαφθορά της κυβέρνησης και την πείνα. Ούτε θα αραδιάζω λίστες με στατιστικές και ξύλινα επιχειρήματα που σκιαγραφούν το πορτραίτο αυτού που οι λευκοί αρέσκονται ν’ αποκαλούν “τρίτο κόσμο”.
Θα σας μιλήσω για την έμφυτη ευγένεια των παιδιών της Ουγκάντα. Για την ευκολία που οι άνθρωποι εκεί γελάνε και καλωσορίζουν. Θα σας μιλήσω για τα χρώματα που κοσμούν κάθε έκφανση του βίου τους. Άνθρωποι όμορφοι, αυτόφωτοι, αυτοφυείς. Ρουφούν την ζωή – με το δηλητήριο και το μέλι της – τρώνε τον έρωτα – με τα φλούδια και τα κουκούτσια του.
Άνθρωποι που ζουν πρωτίστως για τον άνθρωπο – και όχι για ένα ομιχλώδες επέκεινα, ούτε για να συντηρούν άψυχα πράγματα. Άνθρωποι που θα μοιραστούν και το τελευταίο τους ρούχο, και το μοναδικό τους κομμάτι φαϊ, και την παραμικρή γωνιά του σπιτιού τους. Που θα μεγαλώσουν τα ορφανά της γειτονιάς σαν να είναι δικά τους παιδιά. Και στον ξένο, θα δουν το αντιφέγγισμα της ψυχής τους. Άνθρωποι διαυγείς, το ύφος των οποίων συνάδει με το ήθος τους. Όταν σε χαιρετούν γίνονται ανθισμένα δέντρα με ρίζες στο “εμείς” και κλαδιά ίσαμε την καρδιά σου.
Τί θα πει φτώχια; Έλλειψη υλικών αγαθών, ή έλλειψη θάμβους και συντροφικότητας; Αν επιλέψουμε το δεύτερο, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι εμείς οι λευκοί ουδέποτε υπήρξαμε τόσο πλούσιοι όσο οι μαύροι. Το δίχως άλλο τους φθόνησαν οι απέραντα χλωμοί μαιτρ της μνησικακίας, οι καθολικοί ανέραστοι αποικιοκράτες και οι εξάγγελοι της Ιδιωτείας, που κάνανε κάθε δυνατή κτηνωδία για να πατάξουν το “ντουέντε” του μαύρου. Αδύνατο.
Όταν οι Μαύροι και Άσημοι Βάρδοι της σκλαβιάς δημιούργησαν τα spirituals για να υμνήσουν το Θεό και να ξεχάσουν τις κακουχίες τους, έθεσαν σε κίνηση μία δημιουργική διαδικασία που συνεχίζεται εδώ και 300 χρόνια.
Η μαύρη μουσική, αστείρευτη πηγή των περισσότερων ειδών μουσικής που ακούμε σήμερα, εκτός από ανεκτίμητη δωρεά της Αφρικής στον ανεπτυγμένο κόσμο, ως κατάφαση στη ζωή και εορτασμός του έρωτα και του ανθρώπου, αποτελεί ίσως και τη μοναδική σοβαρή απάντηση στην βιαιότητα, τη δυστυχία και τη σαθρότητα αυτού του παραπαίοντος κόσμου. Μια απάντηση που παραπέμπει στα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: “Εάν μας χτυπούν, να βγάζουμε ήχο καθαρό. Και να προτείνουμε μια ζωή που για να σταθεί, να μην έχει ανάγκη από υποσημειώσεις.”
Πηγή: http://www.protagon.gr/