10.1 C
Athens
Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου, 2025

Ποια είναι η πολυβραβευμένη Αμερικανίδα ποιήτρια που τιμήθηκε με το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας

ΤΟ ΦΕΤΙΝΟ ΝΟΜΠΕΛ ήταν μια έκπληξη: όχι γιατί κατέληξε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού αλλά γιατί δόθηκε σε μια ποιήτρια η οποία, αν και poet laureate, ποτέ δεν αδιαφόρησε για τις άδοξες στιγμές των (μικρών) πραγμάτων.

Ισα – ίσα, η μείξη προσωπικής εξομολόγησης και αλληγορίας έδεσε μοναδικά στην ποίηση της Λουίζ Γκλουκ, που βρήκε στην Περσεφόνη το ειρωνικό alter ego της και στην Πηνελόπη έναν λόγο για να ανατρέψει ο,τι ξέρουμε για τις μορφές των αρχαιοελληνικών μύθων («μικρή ψυχή, πάντοτε κάπως ξεγυμνωμένη / σκαρφάλωσε – εγώ σε καλώ – τα κλαδιά του έλατου / που μοιάζει με τον εαυτό μας / στάσου στην κορυφή, προσεχτικά και περίμενε» γράφει στο «Τραγούδι της Πηνελόπης»).

Και αυτό έκανε και η ίδια: διέτρεξε τους μύθους της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» με το λεπτεπίλεπτο, αν και σαρωτικό, ταμπεραμέντο της και τους έφερε στην ανθρώπινη διάσταση, τους έκανε να αποπνέουν θνητότητα, σάρκα και ομορφιά. Η καθημερινότητα είναι, επίσης, δεσπόζουσα στα ποιήματά της και ο άνθρωπος το προσωπικό της βασίλειο: οι στίχοι της μοιάζουν να αναδίδουν κάτι από τους καθημερινούς αγνώστους της μεγαλούπολης, τον χαμένο εαυτό, τα φύλλα που θα πέφτουν για πάντα στα πάρκα της Νέας Υόρκης, τα νοτισμένα από την υγρασία χώματα, την εσωτερική αποξένωση, τις προσωπικές απώλειες αλλά και τα τραύματα που βίωσε η ίδια με ένταση – και ήταν πολλά.

Και όλα αυτά είναι δοσμένα με μια προσωπική ποιητική αλχημεία που δείχνει ότι μπορεί κανείς να δημιουργεί ακόμα και όταν όλα φαντάζουν μάταια.

Εν ολίγοις, η ποίηση της Γκλουκ είναι η απόδειξη ότι τίποτα «ανθρώπινο δεν είναι ξένο», και αυτό φαίνεται να εκτίμησαν δεόντως οι Σουηδοί.

Οι κριτικοί δεν θα την αγαπήσουν αμέσως, γιατί θα βρουν αρκετά «σκληρούς» τους στίχους της, που προσπαθούν με έναν πρωτόγνωρο για τα τότε δεδομένα αέρα νεο-φεμινισμού να αποκηρύξουν την ταυτότητα της πετυχημένης γυναίκας, συζύγου και μητέρας που βρισκόταν στο επίκεντρο του αμερικανικού ονείρου.

Εξού και η απόφασή τους να αφήσουν στην άκρη τα πολιτικά κριτήρια, που ήταν κυρίαρχα στις αποφάσεις τους μέχρι σήμερα, και να «ψαρέψουν» στα ήσυχα νερά μιας ποίησης που μιλάει όχι για υψιπετή θέματα αλλά για την ανθρώπινη κατάσταση, γι’ αυτόν τον πραγματικό, ραγισμένο και λαβωμένο μας εαυτό.

Ενδεχομένως η πανδημία για την οποία η ίδια η Γκλουκ έχει αρθρογραφήσει να έπαιξε έναν ρόλο στη στροφή της Ακαδημίας προς μια πιο ανθρωποκεντρική και εσωτερική ποίηση ή προς μια ποιητική παράδοση που πιο πολύ γειτνιάζει με το low voice: θραυσματική, αποσπασματική, αλλά πάντοτε χαμηλόφωνη με έναν τρόπο, ακόμα και στις πιο σκληρές στιγμές της.

Γιατί η αλήθεια είναι πως η Γκλουκ, στον τρόπο της ειρωνείας της και στη θεωρητική της υπόσταση, είναι εντελώς Νεοϋορκέζα: επηρεασμένη από τον τρόπο που ο Ρόμπερτ Λόουελ μετέφερε τα καθημερινά, αυτοβιογραφικά ενσταντανέ στους στίχους του στο «Life Studies» και σε σύμπνοια με το πώς ο επίσης Νεοϋορκέζος Ουίλιαμς Κάρλος Ουίλιαμς χάζευε κάθε απτή λεπτομέρεια της φύσης στο «Πάτερσον», έφτιαξε ένα πολύ ιδιότυπο ποιητικό μείγμα που έφερε αποκλειστικά τη δική της ταυτότητα. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά το «New Yorker»: «Τα ποιήματά της είναι μικρά αποσπάσματα από τον εσωτερικό της βίο, μια περιοχή που εξετάζει διαρκώς και ασταμάτητα».

Σε αυτές τις εσωτερικές στιγμές φαίνεται να επιστρέφει η Γκλουκ κάθε φορά που θέλει να ανασυστήσει έναν κόσμο που στέκεται απέναντί μας, πάντοτε ανελέητος, αλλά πάντοτε ανοιχτός, καθώς είναι αυτός που μας δείχνει, μέσω της ποίησης, τον μοναδικό τρόπο για να τον ξαναφτιάξουμε. Αυτό έκανε κι εκείνη ήδη από την πρώτη της συλλογή, το «First Born», όπου φανερώνει την πρόθεσή της να μιλήσει με τη φωνή γυναικών που διψούν για εκδίκηση – μια ποίηση άμεσα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι μόλις είχε πάρει διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο Τσαρλς Χερτζ.

Είχε προλάβει να φλερτάρει με τον θάνατο λόγω της σοβαρής νευρικής ανορεξίας, την οποία απέδιδε πάντα στο ότι είχε χάσει την αδελφή της από την ίδια ασθένεια. Η εφηβική κατάθλιψη την έκανε να εγκαταλείψει τις λαμπρές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και να στραφεί στον δικό της τρόπο προσωπικής αναζήτησης: άλλοτε ταυτιζόταν με το ανεξάρτητο πρότυπο της Ζαν Νταρκ, άλλοτε με τις πασιονάριες που ηγούνταν των διαφόρων δημοκρατικών αγώνων και άλλοτε με τις γυναικείες φιγούρες των αρχαιοελληνικών μύθων, με τις οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένη μέχρι σήμερα.

«Ω Ευρυδίκη, εσύ που με παντρεύτηκες για τα τραγούδια μου,/ γιατί έρχεσαι σ’ εμένα ζητώντας παρηγοριά;/ Ποιος ξέρει τι θα πεις στις Ερινύες / όταν τις συναντήσεις πάλι./ Πες τους ότι έχω χάσει την αγαπημένη μου·/ είμαι εντελώς μόνος τώρα./ Πες / τους ότι δεν υπάρχει τέτοια μουσική/ χωρίς αληθινή οδύνη./ Στον Άδη, τραγούδησα γι’ αυτές· θα με θυμούνται» γράφει στον «Ορφέα» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, από την «Ανθολογία Ερωτικής Ποίησης», εκδόσεις Πατάκη).

Πηγή: lifo

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα