Η ενασχόληση με το πιάνο ήταν ένα μοναχικό, απομονωμένο σπορ. Και όσοι συναναστρέφονται με τη Λήδα Μανιατάκου θα έχουν καταλάβει για τα καλά το επικοινωνιακό της χάρισμα. Μόνη της, λοιπόν, δε θα μπορούσε να λειτουργεί και έτσι στράφηκε σε κάτι πιο ομαδικό, στο θέατρο! Τη μουσική φυσικά δεν την εγκατέλειψε ποτέ, αφού παραμένει η έτερη μεγάλη της αγάπη. Με ιδιαίτερο χιούμορ η Λήδα είναι από τους καλλιτέχνες εκείνους, που τους αρέσουν τα ρίσκα. Έφυγε από την Ελλάδα ως υπότροφος του ιδρύματος Fulbright, όταν ακόμα η κρίση δεν είχε κάνει την εμφάνιση της για να τολμήσει.
Εζησε εκεί τρία πολύ έντονα χρόνια, βιώνοντας τη ξέφρενη καθημερινότητα μιας σαγηνευτικής μητρόπολης πριν επιστρέψει τελικά στην αττική πρωτεύουσα. Η
αλήθεια, όμως, είναι πως ανήκει εδώ. “Τα σοκάκια της Αθήνας είναι το σπίτι μου”, παραδέχεται στο All4fun εν όψει μιας δημιουργικής σεζόν, η οποία αρχίζει με τη συμμετοχή της στον “Μόγλη”, ο οποίος ανεβαίνει στην παιδική σκηνή του Εθνικού θεάτρου, ενώ σύντομα ετοιμάζεται να αποκαλύψει τα σχέδια της και για μια βραδινή παράσταση. Μετρώντας ήδη μια επιτυχημένη παρουσία στον κινηματογράφο με τις “Νύφες” του Παντελή Βούλγαρη η Λήδα είναι μια από τις πλέον πολύπλευρες, ταλαντούχες και ενδιαφέρουσες προσωπικότητες στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή, όπως αποδείχθηκε και στον επιτυχημένο μονόλογο της στο “Η Κασσάνδρα και ο λύκος” Αλλωστε δεν είναι τόσο συνηθισμένο να μπορείς να είσαι καλός ηθοποιός, μουσικός, τραγουδιστής και να έχεις χάρισμα και στο γράψιμο…
* Ήμουν ένα ήσυχο φαινομενικά παιδί που με υπερβάλλοντα ζήλο καταπιανόταν με διάφορες ασχολίες εντός και εκτός σχολείου. Μέσα σε αυτό το μαθησιακό χάος με ανακούφιζαν μόνο το μπαλέτο και η μουσική, οι πρόβες της σχολικής χορωδίας, οι σχολικές γιορτές όπου πρωτοστατούσα, οι θεατρικές παραστάσεις… Για πολλά χρόνια τα κατά κοινή ομολογία μικρά μου χεράκια πάλευαν καθημερινά με τα πλήκτρα του πιάνου. Έκλεινα ώρες μελέτης χωρίς να ανταλλάσσω ούτε μια κουβέντα με έναν άνθρωπο. Βαρέθηκα αυτήν την απομόνωση, κουράστηκα να αναμετρώμαι μόνο με τον εαυτό μου και αναζητώντας την ομαδική δημιουργία και την ανταλλαγή των συναισθημάτων στράφηκα στο θέατρο. Σύντομα κατάλαβα ότι στα πλαίσια της δημιουργικής επεξεργασίας του έργου και του ρόλου κρύβεται ακόμα πιο πολλή μοναχικότητα. Πάντως ποτέ ως παιδί δεν είπα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, μόνο ο παιδίατρός μου το έθιξε μεταξύ αστείου και σοβαρού όταν με πρωτο-αντίκρυσε μωρό. Από την άλλη βέβαια θυμάμαι σαν τώρα τις πρόβες που έκανε η μητέρα μου με τους μαθητές της στα σχολεία που δίδασκε όταν ανέβαζε Σαίξπηρ και ελληνικές τραγωδίες- ρουφούσα μετά μανίας τη διαδικασία, παρατηρούσα τις αλλαγές του ρυθμού, καταλάβαινα τα ‘λάθη’. Αντιθέτως βαριόμουν πάρα πολύ όταν οι γονείς μου μας ‘τρέχαν’ το δίδυμο αδερφό μου και μένα στην Επίδαυρο και έπρεπε να καθόμαστε τόσες ώρες ήσυχα για να μην αποκαλυφθεί ότι δεν ήμασταν 5 αλλά 3 όπως είχαμε δηλώσει στην είσοδο.
* Η υποκριτική είναι διαδικασία συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. Καθημερινά συλλαμβάνουμε, συνθέτουμε και αναπαριστούμε μυριάδες ρόλων. Τους γεννάμε, τους χρησιμοποιούμε, κρυβόμαστε πίσω τους, βγαίνουμε έξω από αυτούς για να γνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Κάποτε όλο αυτό συστηματοποιήθηκε για το καλό της Τέχνης.
* Από τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει να γίνει ηθοποιός γνωρίζει ότι εξ ορισμού θα ‘ταλαιπωρηθεί’ στα πρακτικά ζητήματα. Ξέρεις ότι ρισκάρεις, ότι θα είσαι πάντοτε εκτεθειμένος, ότι εφόσον παλεύεις εκεί έξω μόνος με το σπαθί σου πρέπει να είσαι σε ετοιμότητα, να ψάχνεσαι, να ανανεώνεσαι, ώστε να μπορείς ανά πάσα στιγμή να πείσεις για τις ικανότητές σου και να παραμείνεις ενταγμένος στα θεατρικά τεκταινόμενα. Προκύπτουν πολύ συχνά στιγμές αδυναμίας, ειδικά σε περιόδους κρίσης σαν αυτή που ζούμε τώρα, αλλά αν είσαι αποφασισμένος, ολοένα και ανακαλύπτεις και τη θετική πλευρά του να μην επαναπαύεσαι στη μίζερη επαναλαμβανόμενη καθημερινότητά σου αλλά να επιδιώκεις να γίνεσαι ολοένα και καλύτερος. Από αυτήν την άποψη, όσα αντιμετωπίζει ένας νέος ηθοποιός στα πλαίσια της περιβόητης ελληνικής κρίσης δεν έχει μεγάλη διαφορά από τη γενικότερη αστάθεια που ούτως η άλλως αναγκαζόμαστε να βιώσουμε σαν ηθοποιοί – δεν είμαστε ποτέ βολεμένοι ώστε να φοβόμαστε τώρα μη χάσουμε τα κεκτημένα. Από την άλλη, δεν μπορούμε να μην εντοπίσουμε τη μείωση της αγοράς εργασίας και του αριθμού των θεατρικών, τηλεοπτικών και κινηματογραφικών παραγωγών, την καλλιτεχνική έκπτωση και την προχειρότητα, τον κακό ανταγωνισμό που πάντα προκύπτει σε περιόδους ανέχειας. Καλώς η κακώς όμως αυτό είναι το επάγγελμά μας, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. “Δυστυχώς δεν ξέρω να κάνω άλλο επάγγελμα, μόνο αυτό ξέρω” μού είχε πει μια φορά στη σχολή με το γνωστό ειρωνικό της χιούμορ η Ρούλα Πατεράκη.
* Η τέχνη αποκαλύπτει ανώτερες μορφές ζωής αλλά δε δίνει απαντήσεις, μόνο αφυπνίζει και ενεργοποιεί. Ξεβολεύει και σοκάρει. Τα υπόλοιπα ας τα κάνουν οι Έλληνες.
* Συμμετέχω στο έργο του Γιάννη Σκαραγκά «Ο Μόγλης και οι περιπέτειές του στη ζούγκλα» που είναι εμπνευσμένο από τους θρυλικούς ήρωες του Βιβλίου της Ζούγκλας του Ρ. Κίπλινγκ. Είμαι πολύ χαρούμενη που συνεργάζομαι με τη Φωτεινή Μπαξεβάνη, που είναι ‘φωτεινή’ από κάθε άποψη και με όλη τη σημασία της λέξης και τον εξαιρετικό Μίνωα Μάτσα που συνέθεσε την υπέροχη μουσική της παράστασης. Ο θίασος είναι φανταστικός, πολύ ιδιαίτερος και ταλαντούχος, γελάμε πολύ, δουλεύουμε με όρεξη, βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Στην παράσταση είμαι η Ταζάμ-Αργάν, μια πολυλογού χελώνα -πιανίστα, και στο β’ μισό της ιστορίας η αληθινή μητέρα του Μόγλη.
* Όταν ήμουν μικρή είχα ένα πλαστικό πιανάκι με 7 μόνο νότες, χωρίς καν διέσεις, όπου έβγαζα ό,τι τραγούδι άκουγα. Καταλάβαινα όμως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι έλειπε, και τότε οι γονείς μου μού έκαναν δώρο ένα μικρό αρμόνιο με μικρά πλήκτρα, σαν αυτό που έχουν τα παιδάκια για τα κάλαντα. Μικρή πήγαινα σε ιδιωτικό σχολείο και όλα τα κοριτσάκια μάθαιναν πιάνο. Στα παιδικά πάρτυ έπαιζαν όλα με τη σειρά τα κομμάτια που μάθαιναν. Εγώ τα άκουγα με προσοχή και όταν γύριζα σπίτι τα έπαιζα. Κάποια στιγμή πολύ συνειδητά ζήτησα από τη μαμά μου να με γράψει στο ωδείο. Την ίδια επιθυμία εξέφρασε και ο δίδυμος αδερφός μου. Είχαμε την τύχη να έχουμε μια εξαιρετική δασκάλα και παιδαγωγό, τη Γιούλη Χανού-Βεντούρα) που εντόπισε σχεδόν αμέσως την έφεσή μας που μας στήριξε και ακόμα μας στηρίζει με μεγάλη αφοσίωση στα μουσικά μας βήματα. Αρχικά είχα μεγάλη εμμονή με την κλασσική μουσική και το πιάνο, έπαιζα συνέχεια σε ρεσιτάλ, μελετούσα έργα για duo piano με τον αδερφό μου και σκόπευα να ακολουθήσω πιανιστική καριέρα. Τελικά παραστράτησα δημιουργικά, άρχισα να μαθαίνω μόνη μου άλλα όργανα και να συμμετέχω σε διάφορα γκρουπάκια, τραγουδούσα από metal μέχρι παραδοσιακά, κόλλησα με το ούτι, έκλεισα άπειρες ώρες τραγουδιστικής ‘πτήσης’ σε ρεμπετάδικα και καταγώγια, πωρώθηκα με την ηλεκτρονική μουσική και τα multimedia και πέρασα και στη φάση της σύνθεσης. Η μουσική κατέχει δικαιωματικά ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, καμιά φορά μεγαλύτερο από αυτό του θεάτρου για το λόγο ότι είναι πιο ‘παλιά’ αγάπη. Είμαι και δηλώνω όμως εξίσου ηθοποιός και μουσικός. Αφοσιώνομαι και στα δύο με αποκλειστικότητα ανάλογα με τις απαιτήσεις των project που τρέχουν την εκάστοτε στιγμή.
Την Τρίτη 15 Οκτωβρίου ξεκινάμε τις παραστάσεις του “Μόγλη” στο παιδικό στέκι του Εθνικού Θεάτρου οι οποίες θα ολοκληρωθούν μετά το Πάσχα. Δεν μπορώ να αποκαλύψω ακόμα τα σχέδια για μια βραδινή παράσταση που είναι στα σκαριά- εξάλλου είχα πολλές ανατροπές στο μέχρι τώρα πρόγραμμα. Ολοκληρώνονται επίσης και τα γυρίσματά μου στο Invisible Curriculum, ένα documentary των Jules Piecha και Ian Cook που αφορά την παγκόσμια κρίση και εξιστορεί προσωπικές ιστορίες νέων από 4 διαφορετικές πόλεις του κόσμου (Detroit, Λισσαβώνα, Μαδρίτη και Αθήνα) [http://runrunfilms.com/projects/]. Εδώ και πολύ καιρό δουλεύω σιωπηλά και τη δική μου μουσική που σύντομα θα παρουσιαστεί ζωντανά στη σκηνή με τη βοήθεια αγαπημένων και εξαιρετικών φίλων και μουσικών. Κατά τα άλλα θα με συναντήσετε να τραγουδάω σε διάφορες αθηναϊκές σκηνές – stay tuned.
* Στη μέχρι τώρα πορεία μου είχα την τύχη να συνεργαστώ με εξαιρετικούς ανθρώπους από το χώρο της Τέχνης. Aναφέρω ενδεικτικά τον Peter Stein, τον Michael Nyman, τον Παντελή Βούλγαρη, ενώ ήταν πολύ σημαντική για μένα και η συνεργασία μου με τη Γεωργία Ανδρέου, στο “Η Κασσάνδρα και ο Λύκος”. Πέρα όμως από τις συνεργασίες μου με μεγάλες προσωπικότητες του χώρου, κρατάω με αγάπη και ευγνωμοσύνη όλες εκείνες τις μικρές μαγικές στιγμές που έχω ζήσει επί σκηνής με τους ταλαντούχους συναδέλφους μου ηθοποιούς και μουσικούς όλα αυτά τα χρόνια, στιγμές δημιουργικής ανάφλεξης και ονείρου, που δύσκολα περιγράφονται αλλά αποτελούν την ουσία της σκηνικής τέχνης και της βαθιάς μου επιθυμίας για αναπαράσταση. Πιστεύω ότι μια μεγάλη απόδειξη του ταλέντου μιας μεγάλης προσωπικότητας είναι η δυνατότητα της επιλογής των ιδανικών ανθρώπων που θα συνθέσουν το όραμά του. Εύχομαι και στο μέλλον να μου δοθούν οι ευκαιρίες να συνεργαστώ με τέτοιες εξαιρετικές προσωπικότητες ώστε να μπορέσω να εξελιχθώ σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος.
* Στη Νέα Υόρκη βρέθηκα ως υπότροφος του ιδρύματος Fulbright. Έζησα εκεί τρία πολύ έντονα χρόνια, μοιρασμένη ανάμεσα στα μαθήματα του μάστερ μου (MFA Performance and Interactive Media Arts, City University of New York), τις μουσικές μου παραστάσεις και την ξέφρενη ζωή της σαγηνευτικής αυτής πόλης που δε χορταίνεται με τίποτε. Μου λείπει απίστευτα αυτή η αίσθηση της ποικιλίας, της πολυεθνικότητας, της ελευθερίας, το να είσαι άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους κι όμως ταυτόχρονα να νιώθεις ότι όλα είναι πιθανά, ότι τα όνειρά σου μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, φτάνει να παλέψεις για αυτά. Μου λείπει ο ρυθμός αυτής της πόλης που σε ωθεί να ζήσεις την κάθε σου στιγμή στο έπακρο. Το American Dream μπορεί να φαντάζει στις μέρες μας μια ουτοπία, όμως η ενέργεια της πόλης αυτής δοξάζει την παντοδυναμία της θέλησης. Παρόλαυτα όμως δύσκολα θα αντάλλαζα τη ζωή στην Ελλάδα ή γενικά την ποιότητα ζωής στην Ευρώπη. Αισθάνομαι ότι το σπίτι μου είναι από αυτήν τη μεριά του Ατλαντικού, στα μικρά σοκάκια της Αθήνας. Το Παρίσι είναι επίσης άλλη μία πόλη που αισθάνομαι οικεία. Η Νέα Υόρκη όμως παραμένει ένα spicy hors-d’œuvre που μου ανοίγει τη δημιουργική όρεξη. Μου λείπει πολύ.
* Είναι αδιανόητο, παράλογο, εξωφρενικό ένας άνθρωπος που θέλει να λέει ότι διέπεται από τις αρχές του ελληνικού πνεύματος, πόσο μάλλον του αρχαίου ελληνικού, να υποστηρίζει ιδέες που έχουν να κάνουν με την καταπάτηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως αυτό της ύπαρξης και της ελευθερίας. Αυτός ο τρόπος σκέψης ταιριάζει σε κατώτερες μορφές ύπαρξης από εκείνη του ανθρώπου. Η ημιμάθεια, η βλακεία και ο φανατισμός αποδεικνύονται πολύ πιο επικίνδυνα στοιχεία απ’ ό,τι νομίζαμε για την ούτως η άλλως λαβωμένη ελληνική κοινωνία. Ντρέπομαι για μας και φοβάμαι. Ας ανοίξουν επιτέλους τα μάτια τους μερικοί μερικοί, ας ταξιδέψουν και έξω από τον θλιβερό τους μικρόκοσμο να δουν πως ζει, πως σκέφτεται, πως δημιουργεί, πως συνυπάρχει ο υπόλοιπος κόσμος. Από την άλλη μεριά, η ζωή στο εξωτερικό δεν αποτελεί πανάκεια, δεν λύνει αυτομάτως προβλήματα διαβίωσης, κουλτούρας, μόρφωσης. Στο εξωτερικό είσαι μόνος, ξεκινάς από το μηδέν, δεν έχεις ειδική μεταχείριση, δεν περιμένεις από κάποιον να σε βοηθήσει. Κολυμπάς μόνος και ό,τι βγει. Κανείς δεν ξέρει που θα τον βγάλει η θάλασσα ή αν τελικά θα αναζητήσει να επιστρέψει σε γνώριμα νερά και πάτρια εδάφη. Σε κάθε περίπτωση όμως το ταξίδι είναι αυτό που μετράει και όποιος τόλμησε να ταξιδέψει και να περάσει τα σύνορα της πατρίδας του έστω και για λίγο είναι πάντα κερδισμένος και δικαιωμένος.
* Η μουσική, η υποκριτική και τα interactive media ήδη αλληλο-κοντράρονται μέσα μου για αποκλειστικότητα. Η πιθανή μου ενασχόληση με τη σκηνοθεσία ίσως θα μπορούσε να μου προσφέρει τη σύγκλιση όλων αυτών χωρίς να με βάζει σε διλήμματα αφοσίωσης. Θα ήθελα πάρα πολύ να σκηνοθετήσω κάποια πολύ συγκεκριμένα έργα που με έχουν στοιχειώσει αλλά θα σταματούσα εκεί. Δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην συμμετέχει στο παραστασιακό κομμάτι ενός έργου. Είμαι άνθρωπος της σκηνής. Από την άλλη μεριά, έχω μια έντονη εγκεφαλική πλευρά που ικανοποιείται από το διάβασμα αλλά και τη συγγραφή διηγημάτων και άρθρων. Ίσως όλα αυτά τα δυσκολοθώρητα κιτάπια να βγουν κάποτε στη φόρα συνοδευόμενα και από τη δική μου σκηνοθετική σφραγίδα.
* Ο πρώτος μου ρόλος ως ηθοποιός ήταν η “Αγγελική” στις Νύφες, του Παντελή Βούλγαρη. Ήμουν ακόμα στο Λύκειο όταν πρωτο-άκουσα για αυτήν την ταινία και έσκαγα που δεν ήμουν ήδη ηθοποιός ώστε να μπορώ να συμμετέχω. Τελικά η ταινία αναβλήθηκε και…με περίμενε να μεγαλώσω. Στο 2ο έτος της δραματικής σχολής, μετά την προτροπή μιας φίλης και κρυφά από όλους – καθότι απαγορευόταν να δουλεύουμε όσο φοιτούσαμε στη σχολή, πέρασα από casting και το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα. Ήταν όντως σαν όνειρο, να περνάς ώρες ατέλειωτες σε αυτά τα αψόγως φροντισμένα πλατώ ‘εποχής’, να χαζεύεις τους ανθρώπους της παραγωγής να εργάζονται με τόσο ζήλο και να ασχολούνται με την παραμικρή λεπτομέρεια… Αργότερα συμμετείχα στο ‘Πέταγμα του Κύκνου’ του Νίκου Τζήμα, σε διάφορες ταινίες μικρού μήκους, ώσπου άρχισα να ασχολούμαι κι εγώ με το video art, και τα real time video software, με το mapping κτλ. Την τηλεόραση συνήθως την απέφευγα, έχω πάει σε ελάχιστα casting που αφορούσαν αποκλειστικά αξιόλογες παραγωγές και μεταφορές μυθιστορημάτων στη μικρή οθόνη. Δυστυχώς δεν γίνονται πια τέτοιες δουλειές. Ελπίζω να μου προκύψει αντίστοιχη ευκαιρία στο μέλλον.
* Λατρεύω την Αθήνα, λατρεύω να την περπατάω με τις ώρες. Μου αρέσει που όλα ειναι μικρά, κοντινά, συμπαθητικά. Έχει μια γλυκειά decadance που σε χαλαρώνει. Ταυτόχρονα σιχαίνομαι τη βρωμιά της, την αγένεια των κατοίκων της, το καυσαέριο, τα γκραφίτι πάνω στα φρεσκο-ανακαινισμένα νεοκλασικά. Επίσης ομολογώ ότι με εκνευρίζουν απίστευτα όσοι στέκονται στην αριστερή πλευρά στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό.
* Στο All4fun μου αρέσει το αεικίνητο πνεύμα του Κ.Κ. και το μαύρο φόντο των σελίδων.
& Αναλυτικές λεπτομέρειες για τον “Μόγλη” ακολουθούν στον σχετικό σύνδεσμο :http://www.all4fun.gr/fun/theater/7446-2013-10-03-13-37-51.html
&& Η κεντρική φωτό είναι της Μαρίας Μόσχου. Αντίστοιχα έπονται οι φωτό των: Δημήτρη Ευλαμπίδη, Γιώργου Μαργετουσάκη, Δημήτρη Πιτσάκη για το www.catisart.gr, Τάσσου Βρεττού και Γεράσιμου Νεόφυτου.
Του Κυρ. Κουρουτσαβούρη, 14/10/2013