9.8 C
Athens
Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου, 2025

Το πρόσωπο της εβδομάδας: Γιάννης Βαρβαρέσος – Ηθοποιός / Σκηνοθέτης

Ως ηθοποιός αρέσκεται στο ν’ αλλάζει ρόλους με χαρακτηριστική άνεση. Αλλά και λόγω των διάφορων ιδιοτήτων του αλλάζει ρόλους και σε επίπεδο καλλιτεχνικό. Είτε ως σκηνοθέτης, είτε και ως συγγραφέας θεατρικών έργων.

Από όποιο πόστο κι αν είναι για τον Γιάννη Βαρβαρέσο πρωταρχικός του στόχος είναι κάθε φορά το να μεταδίδει την ιστορία. Είτε με το να ενδυθεί ρόλους και να αναπαραστήσει καταστάσεις, είτε με το να οδηγήσει τους ηθοποιούς του για να παρουσιάσουν από κοινού την ιστορία του κάθε έργου. Αλλά επειδή είναι σαρωτικός και στον λόγο του, τα πολλά λόγια για τον πρόλογο μας δεν χρειάζονται…

* Αν λοιπόν είναι ανάγκη να πω και κάποιον ορισμό, τότε θα έλεγα πως για μένα υποκριτική σημαίνει έναν αναπαραστατικό τρόπο αφήγησης μιας ιστορίας, χρησιμοποιώντας κυρίως το σώμα. Σκηνοθεσία σημαίνει, επίσης, νομίζω, έναν τρόπο αφήγησης μιας ιστορίας. Μόνο που στην περίπτωση αυτή, αντί του σώματος του καθενός που μετέχει στην αναπαραστατική αφήγηση, αυτός που σκηνοθετεί χρησιμοποιεί και διάφορα άλλα υλικά, τέτοια που να διαμορφώνουν χώρους και ατμόσφαιρες.

* Η υποκριτική υπήρχε στη ζωή μου από μικρό παιδί. Απ’ όταν πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου στο σχολείο όπου δίδασκε και έκανε πρόβες για κάποια θεατρική παράσταση που θα ανέβαζε με τους μαθητές του σχολείου του. Έπειτα στο σχολείο που πήγαινα και συμμετείχα στις θεατρικές του παραστάσεις. Μετά ήταν το πανεπιστήμιο, από όπου έκλεβα χρόνο από τις σπουδές μου στο Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ, για να κάνω πρόβες με την καλλιτεχνική ομάδα Sourliboom, από την οποία έμαθα τι σημαίνει ομαδική δουλειά, καθώς επίσης να κάνω πρόβες σε διάφορες σκηνοθεσίες στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ με αυτό επαγγελματικά και μπήκα στη δραματική σχολή του «Ανδρέα Βουτσινά».

* Όσο για τη σκηνοθεσία, η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να πω ότι πάντα ένιωθα μια κλίση προς τα εκεί, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι ήρθε στο μυαλό μου να τη σπουδάσω ως ανάγκη ας πούμε ανεξαρτητοποίησης. Ως ηθοποιός, αναζητάς πολλές φορές μια ακρόαση, μια ευκαιρία για να σε δουν και να σε επιλέξουν ανάμεσα σε πολλούς, ή, ακόμα και μια γνωριμία, ώστε να μπεις σε μια παράσταση. Ωστόσο, υπάρχει η σοβαρή πιθανότητα να μη σε πάρουν πουθενά. Τι θα γίνει τότε; Γιατί να μην μπορεί μια παρέα φίλων να πουν «έλα, να φτιάξουμε εμείς τον δικό μας δρόμο». Να βρουν λοιπόν ή να διαμορφώσουν ένα κείμενο, κάποιος να γίνει ο σκηνοθέτης, άλλος να κάνει τα φώτα, ένας τρίτος τα σκηνικά, κάποιοι να παίξουν, κτλ. 

* Και επειδή πιστεύω ότι το πανεπιστήμιο είναι ένας χώρος έρευνας και πειραματισμού, κάτι που λείπει πολλές φορές στον επαγγελματικό χώρο, θεώρησα σωστό να μπω στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Σκηνοθεσία-Υποκριτική» στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, και να σπουδάσω σκηνοθεσία, δίνοντας στον εαυτό μου την ευκαιρία να ασχοληθώ και με αυτόν τον τομέα.

* Φαντάζομαι τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό, ως δύο ανθρώπους που βρίσκονται μαζί με κάποιους άλλους γύρω από μια φωτιά. Ξαφνικά, ο ηθοποιός σηκώνει το χέρι και λέει στην παρέα: «Θέλω να σας πω μια ιστορία». Σηκώνεται κι αρχίζει να αφηγείται αυτήν την ιστορία, χρησιμοποιώντας κυρίως το σώμα και τη φωνή του, προσπαθώντας να ενδυθεί ρόλους, να αναπαραστήσει καταστάσεις, να κινηθεί ανάμεσα στους θεατές και να φανερώσει μνήμες από ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ για τους άλλους. Έπειτα, ο σκηνοθέτης σηκώνει το χέρι και λέει στην παρέα: «Θέλω κι εγώ να σας πω μια ιστορία. Απλά για να την πω θα χρειαστώ βοήθεια». Κι έτσι παίρνει κάποιους μαζί του, τους εξηγεί τι ιστορία θα ήθελε να πει στην παρέα και όλοι μαζί, με τον ίδιο στο τιμόνι να δέχεται και να συζητά τις προτάσεις των άλλων, να τους καθοδηγεί, χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά, όπως ο φωτισμός, η σκηνογραφία, η υποκριτική των ερμηνευτών, η κίνηση, η μουσική, ακόμα και όσα αφορούν στη θέση των θεατών. 

* Αν λοιπόν είναι ανάγκη να πω και κάποιον ορισμό, τότε θα έλεγα πως για μένα υποκριτική σημαίνει έναν αναπαραστατικό τρόπο αφήγησης μιας ιστορίας, χρησιμοποιώντας κυρίως το σώμα. Σκηνοθεσία σημαίνει, επίσης, νομίζω, έναν τρόπο αφήγησης μιας ιστορίας. Μόνο που στην περίπτωση αυτή, αντί του σώματος του καθενός που μετέχει στην αναπαραστατική αφήγηση, αυτός που σκηνοθετεί χρησιμοποιεί και διάφορα άλλα υλικά, τέτοια που να διαμορφώνουν χώρους και ατμόσφαιρες.

* Για να μπορέσω να απαντήσω στο πώς αντιμετωπίζεται ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα του 2024, θα πρέπει πρώτα να ορίσω, συγκεκριμένα, για ποιον καλλιτέχνη πρόκειται να μιλήσω. Για τον εικαστικό, τον χορευτή, τον ηθοποιό, τον σκηνοθέτη, τον γλύπτη, τον συγγραφέα τον μουσικό ή κάποιον άλλο; Θα πρέπει να μιλήσω για τον διάσημο, για τον άσημο, για αυτόν που βγήκε μόλις από μια σχολή, για τον ερασιτέχνη; Κι επίσης, θα πρέπει να οριστεί ποιος είναι αυτός ο οποίος αντιμετωπίζει τον καλλιτέχνη; Ποιος είναι και μέσα από ποιο πλαίσιο τον αντιμετωπίζει; Είναι η κυβέρνηση; Είναι ένας οργανισμός εγνωσμένου κύρους; Είναι ένας καλλιτεχνικός παραγωγός, ένας κριτικός, ένα μουσείο, ένα πανεπιστήμιο;

* Θα ήταν εύκολο να πω «δε δίνονται ευκαιρίες και χρήματα στους καλλιτέχνες στην Ελλάδα του 2024 για να μπορέσουν να ανθίσουν», αλλά αυτό δεν ισχύει για αρκετούς καλλιτέχνες της χώρας μας. Είναι η δική μου πεποίθηση, πως από το γενικό «πώς αντιμετωπίζεται ο καλλιτέχνης» πρέπει να πάμε στο ειδικό «πώς αντιμετωπίζεται ο Χ καλλιτέχνης από τον Υ». Νομίζω πως, για να μπορέσουμε να αλλάξουμε την οποιαδήποτε συνθήκη την οποία θεωρούμε ότι είναι επιζήμια, τόσο για τον εαυτό μας όσο και για το κοινωνικό σύνολο, πρέπει πρώτα να την ονοματίσουμε, να ορίσουμε τι είναι αυτό που θεωρούμε ότι πρέπει να αλλάξει, ποιες είναι οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν, με ποιους ανθρώπους θέλουμε να συνεργαζόμαστε και με ποιον τρόπο, κι έπειτα να προσπαθήσουμε, συλλογικότερα κατά προτίμηση, να δημιουργήσουμε τις συνθήκες με τις οποίες θέλουμε να συνυπάρχουμε και να δουλεύουμε. Έτσι έρχονται οι παραγωγικές και δημιουργικές αλλαγές.

* Αυτό που με κρατάει ζωντανό είναι η αγάπη μου για την Τέχνη, εν γένει. Βλέπω την Τέχνη ως μια μορφή επικοινωνίας που έχει ως βασικό της εργαλείο το παιχνίδι. Θέλω λοιπόν από τη μία σε προσωπικό επίπεδο να γίνομαι όλο και καλύτερος στο εκάστοτε παιχνίδι, και από την άλλη να καταφέρνω να συναντώ και άλλους ανθρώπους ώστε να δημιουργούμε παιχνίδια που να έχουν κάποιο νόημα και για εμάς και για την κοινωνία γύρω μας.

* Ίσως, ένα πράγμα που με στεναχωρεί κάπως και που παρατηρώ στον θεατρικό χώρο, με τον οποίο έχω μεγαλύτερη επαφή, είναι πως αυτή η έννοια του παιχνιδιού πολλές φορές δεν υπάρχει στον βαθμό που θα έπρεπε. Βάζουμε δηλαδή πολλές φορές ως προτεραιότητα την προώθηση και τη διαφήμιση του εαυτού μας, την κάλυψη των φιλοδοξιών μας και της ανάγκης μιας διαρκούς παρουσίας μας στον χώρο, ξεχνώντας τελικά τον βαθύτερο λόγο για τον οποίο ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με την Τέχνη.    

* Και για να απαντήσω σε αυτούς που υποτιμούν την διαχρονική αξία της Τέχνης, καλύτερα θα χρησιμοποιήσω κάποια λόγια του Eugenio Barba. Σ’ ένα από τα βιβλία του γράφει: «Αυτός που ρωτάει “Ποια είναι η χρησιμότητά σου;” θα έπρεπε να προσέξει τον εαυτό του, και τη στάση που τον κάνει να αρνείται την αξία των δέντρων που δεν καρποφορούν. Το δέντρο που δεν καρποφορεί -κάτι παροιμιωδώς άχρηστο- γίνεται ουσιώδες σε πόλεις χωρίς οξυγόνο. […] Για να καταλάβει κανείς την κοινωνική αξία του θεάτρου, είναι απαραίτητο να κοιτάξει όχι μόνο τα προϊόντα, δηλαδή τις παραστάσεις που παράγονται, αλλά και τις σχέσεις που δημιουργούνται κατά την παραγωγή των παραστάσεων».

* Οι άνθρωποι που θέτουν ως προτεραιότητα να χρησιμοποιούν την Τέχνη ως τρόπο επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους, κι όχι μόνο ως μέσο προσωπικής ανάδειξης και επίδειξης, έχουν την ευκαιρία να μιλήσουν για πολλά ζητήματα (προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά) με έναν συμβολικό τρόπο και σε πολλούς ανθρώπους. Είτε πρόκειται για έναν ηθοποιό σε μια θεατρική σκηνή, είτε για μια ομάδα χορευτών στον Δημόσιο Χώρο. Το ζήτημα είναι κατά πόσο υπάρχουν καλλιτεχνικά προϊόντα τα οποία εκφράζουν έναν δημόσιο λόγο για θέματα που αφορούν την κοινωνία, αλλά επίσης και κατά πόσο οι ίδιοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν ετεροτοπίες, μικροκοινότητες που λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας. Όπως έχει πει και ο Augusto Boal, μιλώντας για το θέατρο φόρουμ: «Μπορεί αυτό το θέατρο να μην είναι επαναστατικό, αλλά οι μορφές του είναι σίγουρα μια πρόβα της επανάστασης». Οι καλλιτέχνες μπορούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες για να συμμετέχουν διάφοροι άνθρωποι σε δοκιμές «επαναστατικών πράξεων». 

* Ακόμα και το να πεις με μια παρέα φίλων σου «Λοιπόν, δε μας παίρνει κανείς για να παίξουμε σε παράσταση. Δεν πειράζει όμως. Θα δημιουργήσουμε εμείς τη δική μας συνθήκη», είναι μια μικρή «επανάσταση». Ωστόσο, η επιβίωση είναι μια πολύ σημαντική συνιστώσα στη ζωή μας και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Έτσι, πρώτα πρέπει να βρει αξιοπρεπείς τρόπους ο καθένας για το πώς θα βγάλει χρήματα ώστε να πληρώσει το ενοίκιο του σπιτιού του, σε μια πόλη όπως η Αθήνα για παράδειγμα που τα ενοίκια αυξάνονται με εκθετικό τρόπο, και μετά να δει αν θα κάνει μια παράσταση με φίλους ή αν θα πρέπει να κοινωνικοποιηθεί με αυτούς που βρίσκονται σε υψηλά ιστάμενες θέσεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο, ή στην τηλεόραση, διότι έτσι θα μεγαλώσει τις πιθανότητες να τον επιλέξουν για μια παράσταση στο θέατρο ή στην τηλεόραση. Ο καθένας πράττει έτσι όπως θέλει.

* Αντί να έχουμε λοιπόν μια μόνιμη κριτική στάση προς τους άλλους, θεωρώ ότι είναι καλό να κάνουμε και κάποιες προτάσεις, έστω γενικές. Για παράδειγμα, η πολιτεία, οι οργανισμοί και γενικά οι θεσμοί, θα πρέπει να δημιουργούν περισσότερες ευκαιρίες για τη συνάντηση διαφόρων καλλιτεχνών από διαφορετικές ειδικότητες ίσως και από διαφορετικές χώρες. Επίσης, θα ήταν καλό, να δίνονται χώροι σε νεοσύστατες ομάδες ή συναντήσεις καλλιτεχνών, για τις δοκιμές τους για την παρουσίαση καλλιτεχνικών προϊόντων. Τέλος, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να συνδέονται στενότερα οι καλλιτεχνικές αυτές πρακτικές με την κοινωνία: είτε ως συμπράξεις μεταξύ καλλιτεχνών και κοινοτήτων, είτε με τη δημιουργία σεμιναρίων και εργαστηρίων.

* Οι καλλιτέχνες επίσης θα ήταν καλό να βοηθάμε πιο ενεργά ο ένας τον άλλον. Ζώντας σε μια πραγματικότητα που θέτει το άτομο ως προτεραιότητα, μη δίνοντας σημασία στο συλλογικό και συνεργατικό στοιχείο, βρισκόμαστε όλοι σαν να παίζουμε ένα παιχνίδι, που απλώς θέλουμε να κερδίσουμε όλους τους άλλους και να φτάσουμε ψηλά μόνοι μας, να μείνουμε εκεί ψηλά, και στο τέλος, πριν πεθάνουμε να πούμε: «Ουφ, τα κατάφερα. Τώρα δε με νοιάζει τι θα γίνει με τους άλλους που ακόμα έρχονται. Εγώ νίκησα».

* Θεωρώ λοιπόν αναγκαίο στην εποχή μας να δημιουργούμε τόπους συναντήσεων και εκεί να δημιουργούνται συνθήκες με τις οποίες θα θέλαμε να ζούμε στην καθημερινότητά μας: θέτοντας ως βασικά στοιχεία σύνδεσης με τους άλλους ανθρώπους τη φροντίδα, την αλληλεγγύη, τον σεβασμό. 

* Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη δουλειά, το “Φουαγιέ” θα μπορούσα να πω ότι προέκυψε από το «πουθενά». Υπήρξε μια ακρόαση, την οποία μου την ανέφερε μια φίλη μου χορογράφος, η Μαργαρίτα η Τρίκκα, πήγα στην ακρόαση χωρίς μεγάλες ελπίδες, όμως με επέλεξαν. Από εκείνη την ακρόαση που δεν ήξερα καν αν τα πήγα καλά ή όχι, ξεκίνησε ένα πολύ όμορφο ταξίδι, με οδηγό το κείμενο του ταλαντούχου Νίκου Δημητρόπουλου και την ασταμάτητη Νάντια Παπαηλιοπούλου στο τιμόνι της σκηνοθεσίας. Ξεκίνησαν οι πρόβες και από την πρώτη στιγμή ταιριάξαμε με τον Μίλτο Πιστώφ, με πολλά γέλια και αέναη διάθεση για παιχνίδι. Την αγαπώ πολύ αυτή τη δουλειά και ανυπομονώ να έρθει ο κόσμος στο Μικρό Γκλόρια, που παίζεται η παράσταση.

Ο Βασίλης Γεράνης, ο ρόλος που υποδύομαι, είναι ένας ηθοποιός. Είναι άνεργος εδώ και καιρό και πηγαίνει σε διάφορες οντισιόν. Είναι ένας άνθρωπος που έχει αγωνίες και άγχη για το μέλλον, αλλά και με μια χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, που όμως όταν τραγουδάει και χάνεται ο ίδιος στη μελωδία και τον ρυθμό, είναι σαν να ξεθωριάζει το σκοτάδι που τον περιβάλλει. Η αλήθεια είναι ότι όταν διάβασα το κείμενο προσπαθούσα να βρω περισσότερο τις διαφορές του ρόλου με εμένα, πάρα τα κοινά. Ένιωθα ότι πολλά από τα άγχη, τους φόβους, και τις αμφιβολίες που εκφράζει ο Βασίλης είναι παρμένα και από τη ζωή μου. Έτσι, νιώθω πως από την αρχή των δοκιμών, προσπάθησα να μπολιάσω τον ρόλο με δικές μου κινήσεις και τρόπους συμπεριφοράς σε αντίστοιχες συνθήκες που μπαίνει ο Βασίλης.

Θεωρώ ότι η δουλειά που έχει κάνει ο Νίκος στο κείμενο είναι εξαιρετική: μπόρεσε να εκφράσει μέσα στο κείμενό του και μέσω του ρόλου που περιγράφει πολλές από τις αγωνίες και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις που περνάμε οι ηθοποιοί, όταν βρισκόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με την έκθεση και κυρίως με την απόρριψη. Έπειτα η Νάντια μας καθοδήγησε ώστε να υπάρχουν οι απαραίτητες δόσεις ελαφρότητας και πικρίας. Με αυτόν τον τρόπο θεωρώ πως κατάφερε να δημιουργήσει ένα έργο που ο θεατής προβληματίζεται σχετικά με ζητήματα που απασχολούν τους ανθρώπους, με έναν τρόπο που εστιάζει περισσότερο στο φως και λιγότερο στο σκοτάδι.

* Μέσα Αυγούστου, είμαι στο χωριό μου στα Άνω Πορόια στις Σέρρες, όταν παίρνω τηλέφωνο από τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη που με καλεί σε μια ακρόαση. Η ακρόαση αφορούσε τον ρόλο του Χάουαρντ, στον “Θάνατο του Εμποράκου”, ένα έργο που θεωρείται από τα έργα-ορόσημα του αμερικανικού Ρεαλισμού. Χαρούμενος για την ευκαιρία που μου δόθηκε, πήγα στην ακρόαση, έκλεισα εισιτήρια να γυρίσω Θεσσαλονίκη για την επόμενη μέρα, με παίρνουν τηλέφωνο να ξαναπάω για τη δεύτερη φάση, οπότε ακυρώνω τα εισιτήρια, πάω και μου λένε ο Γιώργος Νανούρης και ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, ότι θα ήθελαν να συνεργαστούμε. Η χαρά μου δεν περιγραφόταν. 

* Νομίζω, όμως, πως αυτή η χαρά μεγάλωσε όταν στις πρόβες είδα μια άκρως επαγγελματική στάση από όλους: οι πρόβες γινόντουσαν στην ώρα τους, υπήρχε πλάνο, υπήρχε καλό κλίμα μεταξύ των συντελεστών, πράγματα που δε θεωρούνται πλέον τόσο αυτονόητα. Και τέλος, επικυρώθηκε αυτή η χαρά στη διάρκεια των παραστάσεων που το κλίμα πίσω στα παρασκήνια ήταν εξαιρετικό, ανεπιτήδευτο, ευχάριστο, με άφθονο γέλιο. Μια πολύ ωραία συνεργασία, που θα την έχω βαθιά μέσα στην καρδιά μου και ευχαριστώ όλους τους συντελεστές γι’ αυτό: τον Βλαδίμηρο, την Έφη, την Κατερίνα, τον Δημήτρη, τον Κωνσταντίνο, τον Ρένο, τον Θεοδόση, τον Γιώργο, τον Ζαφείρη, τον Πάνο, τον Θάνο, τον Μάριο, την Πένυ, και άλλους τόσους. 

* Ο Χάουαρντ που υποδυόμουν, είναι ένας άτεγκτος επιχειρηματίας, που έχει κληρονομήσει την περιουσία και την επιχείρηση του πατέρα του. Είναι το αφεντικό του Γουίλι Λόμαν, που υποδυόταν ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης. Για μένα ο Χάουαρντ είναι ένας τοίχος πάνω στον οποίο χτυπούν τα όνειρα και οι ελπίδες του Γουίλι και γίνονται θρύψαλα. Είναι το όριο της πραγματικότητας, στο οποίο σταματάει η φαντασία του Γουίλι για μια καλύτερη εξέλιξη της καριέρας του. Μιας και η παράσταση αυτή θα συνεχιστεί του χρόνου, προτείνω σε όποιον διαβάζει αυτή τη συνέντευξη, να πάει να τη δει οπωσδήποτε. 

* Θεωρώ πως το κείμενο, αν και παρουσιάστηκε το 1949 πρώτη φορά, μοιάζει να είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αφού το αμερικανικό όνειρο και η εξίσωση «επαγγελματική επιτυχία = ευτυχία» έχει διαποτίσει όλη μας την κοινωνία και την προσωπική μας πορεία σε αυτήν. Ειδικά στη συγκεκριμένη παράσταση θεωρώ πως έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των ηρώων για να αποδοθεί πιο έντονα η επίδραση της κοινωνικής επιταγής για επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα και του ψέματος ως κινητήριας δύναμης, τα οποία συμβάλλουν στη σήψη των σχέσεων μέσα στην οικογένεια

* Νομίζω ότι αυτό που ξεχωρίζω περισσότερο μέχρι τώρα είναι το γεγονός ότι η ενασχόλησή μου με το θέατρο δημιούργησε και δημιουργεί ακόμα ευκαιρίες για συνάντηση με ανθρώπους που είτε τους γνωρίζω από τον καλλιτεχνικό χώρο, τους εκτιμώ και τους σέβομαι, είτε τους γνωρίζω εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή της συνεργασίας και έχουμε ως κοινή εστίαση τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού προϊόντος. Κι όπως ανέφερα προηγουμένως, το θέατρο, για μένα, όπως κάθε μορφή Τέχνης, είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, μια γλώσσα όπως έλεγε και ο Augusto Boal, καθώς επίσης και η δημιουργία ενός τόπου συνάντησης με τους άλλους ανθρώπους για παιχνίδι.

* Για παράδειγμα, αυτήν την περίοδο βρίσκομαι στις πρόβες για τον «Δον Κιχώτη», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου. Είναι η πρώτη φορά που θα συμμετέχω σε παράσταση που θα πάει καλοκαιρινή περιοδεία και ανυπομονώ. Αλλά, αυτό που με έχει συνεπάρει περισσότερο, είναι πως ο θίασος που έχει διαμορφωθεί, είναι καταπληκτικός και έχει μια απίστευτη λαχτάρα για παιχνίδι με έναν ανεπιτήδευτο τρόπο. Είναι σπάνιο να πηγαίνεις στη δουλειά και να φεύγεις χαρούμενος και αυτό το κρατάω σαν φυλαχτό.

* Θα ήθελα λοιπόν πολύ στο μέλλον να συνεργαστώ με τέτοιους ανθρώπους, από τον καλλιτεχνικό χώρο, όπως είναι ο Θωμάς Μοσχόπουλος με τον οποίο θα συνεργαστούμε την επόμενη θεατρική σεζόν, καθώς επίσης και τους Σίμο Κακάλα, Γεωργία Μαυραγάνη, Rimini Protokol, Ανέστη Αζά και Πρόδρομο Τσινικόρη, κ.ά., αλλά και με διάφορες κοινότητες.

* Κινηματογράφο βλέπω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι, τα video clubs ήταν το αγαπημένο μου στέκι: καθόμουν με τις ώρες να αποφασίσω ποιες 4-5 ταινίες θα νοικιάσω για να δούμε με τους γονείς μου και να τις επιστρέψω την επόμενη μέρα να πάρω άλλες τόσες. 

* Έχω συμμετάσχει μόνο σε μια ταινία μικρού μήκους, το Hunting Season σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Θεοχαρίδη. Έγινε ως εργασία στο Τμήμα Κινηματογράφου ΑΠΘ και για την οποία, ανάμεσα στις διακρίσεις σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, πήρα και το βραβείο καλύτερου ανδρικού ρόλου στην κατηγορία ταινιών μικρού μήκους στο Cinemaz Festival Internacional de Cinema Independente. Ωστόσο, δυστυχώς δε μου έχει δοθεί κάποια ευκαιρία για να συμμετέχω σε κάποια άλλη ταινία ή σε σειρά στην τηλεόραση, κάτι που θα το ήθελα πάρα πολύ για να δοκιμαστώ και να έχω κι αυτήν την εμπειρία.

* Η συγγραφή είναι ένα πάθος που έρχεται συχνά πυκνά. Έχω γράψει διάφορα θεατρικά έργα, καθώς επίσης έχω μεταφράσει άλλα. Ένα από αυτά ήταν και το Dark Vanilla Jungle, το θεατρικό έργο του Philip Ridley, που σκηνοθέτησα και έπαιξε η απίστευτα ταλαντούχα Παναγιώτα Μπιμπλή, πέρσι στο Θέατρο «Φούρνος». Ψάχνω την ευκαιρία που θα μπορέσω αυτές τις μεταφράσεις μου και τα έργα να τα δω να ανεβαίνουν στη σκηνή, αλλά όλα στον χρόνο τους.

* Επιπλέον αυτήν την περίοδο, εκτός από τις πρόβες μου για τον “Δον Κιχώτη”, σκηνοθετώ και έναν θεατρικό μονόλογο με τίτλο “Τα λόγια της πλώρης μου”, βασισμένο πάνω στα “Λόγια της Πλώρης” του Α. Καρκαβίτσα. Ερμηνεύει ο Σαμψών Φύτρος, σε παραγωγή “Αστροναύτες” και η οποία παράσταση δημιουργήθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να μεταφέρεται από τόπο σε τόπο. Για τον Ιούνιο θα ταξιδέψει σε νησιά (Πάρο, Αμοργό, Σαντορίνη, Ανάφη) και ευελπιστούμε για τη συνέχεια του ταξιδιού.

* Επίσης, μουσική υπήρχε από πάντα στο σπίτι μας. Από μικρός θυμάμαι να ακούω τον αδερφό μου, τον Βασίλη Βαρβαρέσο, που είναι πιανίστας διεθνούς φήμης, να εξασκείται 8-10 ώρες στο πιάνο κάθε μέρα. Εγώ, είχα ασχοληθεί με το βιολί όταν ήμουν μικρός, αλλά με κέρδισε ο χορός και η υποκριτική. Ωστόσο, τόσο η μουσική όσο και το τραγούδι, είναι μορφές Τέχνης και κάθε μορφή Τέχνης με συναρπάζει. Οπότε, προσπαθώ, όσο γίνεται, να ασχολούμαι όλο και περισσότερο με αυτές και να καταπιάνομαι με καινούργια αντικείμενα, όπως το να μάθω ένα καινούργιο όργανο για μια παράσταση ή να πρέπει να τραγουδήσω επί μία ώρα συνεχόμενη.

* Όταν ήμουν 12 χρονών, ο πατέρας μου με έγραψε στη σχολή χορού «Ανδρομάχη Καφαντάρη» στη Θεσσαλονίκη. Έτσι ξεκίνησε η ενασχόλησή μου με το κλασικό μπαλέτο και τον σύγχρονο χορό. Έπειτα, ενώ φοιτούσα στο πανεπιστήμιο, ασχολήθηκα και πιο επαγγελματικά με τον σύγχρονο χορό, συμμετέχοντας ως χορευτής σε ομάδες και σε δύο όπερες που ανέβηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Έχω πάρει μέρος σε διάφορα σεμινάρια χορού σε Ελλάδα και Εξωτερικό, καθώς επίσης και στο διεθνές φεστιβάλ χορού «Deltebre Dansa».

* Ο χορός, αν και τα τελευταία χρόνια δεν ασχολούμαι όσο θα ‘θελα, είναι μια αγάπη άσβεστη. Θεωρώ ότι μέσω αυτού κατάφερα, σε έναν βαθμό, να γνωρίσω το σώμα μου, να παρατηρήσω τις λειτουργίες του και πιο σημαντικό από όλα να μάθω να παρατηρώ γύρω μου τα σώματα, πώς κινούνται στον χώρο και στον χρόνο και πώς μπορώ εγώ να συσχετιστώ μαζί τους.   

* Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οι περισσότερες αναμνήσεις μου είναι από εκεί. Τη λατρεύω. Έχει διάφορα στραβά, αλλά μια βόλτα στην παραλία, μια συνάντηση με διάφορους γνωστούς και φίλους στο κέντρο της, η ηρεμία που σε διαπερνά, είναι στοιχεία που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Κάθε φορά που πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη, νιώθω ότι ηρεμώ. Δυστυχώς φέτος ήταν χρονιά με πολλές υποχρεώσεις, οπότε μετά το καλοκαίρι, κατάφερα να πάω μόνο το Πάσχα. Προσπαθώ, αν έχω κάποιο κενό (3-4 μέρες) να πηγαίνω, να βλέπω τους γονείς μου και κανένα φίλο.

* Αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο από εκεί είναι πως, ιδιαίτερα μέσα στον Covid, έβγαινα κάθε μέρα και πήγαινα στην παραλία, είτε για βόλτες με τη φίλη μου, την Ιωάννα, και τον Δημήτρη, είτε και μόνος μου. Καθόμουν σε ένα παγκάκι, με ένα βιβλίο στο χέρι, και άλλοτε διάβαζα, άλλοτε έβλεπα τη θάλασσα. Μπορεί να καθόμουν εκεί 3-4 ώρες. Αγναντεύοντας και παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω μου. Αυτή η συνθήκη μου δημιουργεί μια ηρεμία, μια γαλήνη.

* Στην Αθήνα κατέβηκα για να μπορέσω να εξελιχθώ στο Θέατρο. Ήθελα να γευτώ καινούργια πράγματα, να αποκτήσω εμπειρίες, να γνωρίσω καινούργιους ανθρώπους. Η Αθήνα έχει αυτό το καλό: μοιάζει να έχει πολλές ευκαιρίες για να μπορέσεις να εξελιχθείς και να γνωριστείς με ανθρώπους. Και βάζω επίτηδες τη λέξη «μοιάζει», γιατί δυστυχώς δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα, στον θεατρικό χώρο τουλάχιστον, να παίξεις σε παραστάσεις, ειδικά αν δεν είσαι από την Αθήνα ή αν δεν έχεις τελειώσει κάποια γνωστή δραματική σχολή. Δε λέω ότι δε θα παίξεις εν τέλει, αλλά είναι φυσικό κι επόμενο ότι όταν έρχεται ένας άγνωστος σε μια πόλη, να πρέπει κάπως να γνωριστεί με την πόλη.

* Κι επειδή δεν γίνονται συνήθως ακροάσεις, που είναι και ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να γνωριστούν κάποιοι σκηνοθέτες με καινούργιους ηθοποιούς, το πράγμα γίνεται όλο και δυσκολότερο. Ωστόσο μου αρέσει αυτή η πληθώρα των πραγμάτων που συμβαίνουν στην Αθήνα. Ακόμα και εδώ υπάρχουν ανάσες ηρεμίας (μια βόλτα στον Εθνικό Κήπο, μια στάση στο Φιλοπάππου). Παρόλα αυτά θεωρώ ότι είναι μια πόλη «μπουκωμένη». Μιλώντας για τη χώρα γενικότερα σε σχέση με την Αθήνα διαπιστώνει κανείς πως για παράδειγμα, στον θεατρικό χώρο, η έλλειψη υποδομών, η ανεπαρκής επιχειρηματική δραστηριότητα στην υπόλοιπη Ελλάδα καθώς επίσης και η αίσθηση ότι «μόνο στην Αθήνα θα κάνεις την τύχη σου», δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η Αθήνα είναι η Μέκκα του πολιτισμού στην Ελλάδα και έπειτα την πεποίθηση ότι «αν κατέβω στην Αθήνα, θα βρω δουλειά».

* Θα έπρεπε να υπάρξει μια αποκέντρωση, να δημιουργηθούν περισσότερες ευκαιρίες και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως θέατρα, ακροάσεις, εργαστήρια, που να δίνουν τη δυνατότητα σε νέους ανθρώπους, κυρίως, να φτιάξουν τη δική τους συνθήκη σε μέρη που τους ταιριάζουν καλύτερα.

* To All4fun είναι ένα διαδικτυακό περιοδικό που το επισκέπτομαι αρκετά συχνά, και για τις ανακοινώσεις του σχετικά με ακροάσεις ή casting, αλλά και για διάφορα άρθρα που βγαίνουν όπως και η συγκεκριμένη στήλη για το «Πρόσωπο της Εβδομάδας». Θεωρώ ότι είναι πολύ καλό, εξαιρετικά ενημερωμένο και προσφέρει τη δυνατότητα σε νέους ηθοποιούς να μπορούν να εκφράσουν έναν δημόσιο λόγο μέσω της πλατφόρμας του. 

& Αναλυτικές πληροφορίες για το “Φουαγιέ” ΕΔΩ:

&& Αναλυτικές πληροφορίες για τον “Δον Κιχώτη” ΕΔΩ:

Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 17/5/2024

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα