* Ίδια ερώτηση για το πώς προέκυψε η υποκριτική είχε “πέσει” και στα θεωρητικά, όταν έδινα εισαγωγικές στην δραματική σχολή. Νομίζω το πλησίασμα στο θέατρο έγινε σε δύο φάσεις. Ο σπόρος έπεσε στο δημοτικό, στην πέμπτη, όταν με τον φίλο μου τον Γιώργο αποφασίσαμε να πάμε στην οντισιόν για τη θεατρική παράσταση που διοργάνωνε ο σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων. Και αυτό γιατί είχαμε μάθει ότι θα πήγαινε στην οντισιόν και η Τάνια, η οποία άρεσε και στους δυο μας.
* Έφτασε το απόγευμα της ακρόασης και πήγα αλλά δεν είχε έρθει ούτε ο φίλος, ούτε και το κορίτσι. Το ξέχασα γρήγορα γιατί με διάλεξαν και περνούσα πολύ ωραία και στις πρόβες και στις παραστάσεις. Τόσο ωραία που την επόμενη χρονιά ξαναπήγα στη θεατρική ομάδα.
* Έπειτα ακολούθησε μια περίοδος αρκετά μεγάλη, έως τα 24, που η μοναδική επαφή που είχα με το θέατρο ήταν δύο παραστάσεις. Μία με το σχολείο και άλλη μία ως φοιτητής στο ΤΕΙ Πληροφορικής. Εκεί κάπου ξεκίνησε και η δεύτερη φάση προσέγγισης του θεάτρου.
* Πάλι τυχαία βρέθηκα σε μια ερασιτεχνική ομάδα στις Τζιτζιφιές. Στην ομάδα εκείνη βρίσκονταν η Μυρτώ Μακρίδη και η Ιωάννα Ραμπαούνη (συμμετέχουν και οι δύο στις “Χίλιες και μία Ιστορίες”) που μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο και ετοιμάζονταν να δώσουν εξετάσεις σε δραματικές σχολές. Δούλευα ως προγραμματιστής τότε.
* Ζήλευα που τις παρακολουθούσα στην προετοιμασία τους και ξαναθυμήθηκα τις παραστάσεις του Δημοτικού. 31 Αυγούστου παραιτήθηκα, στρώθηκα στη δουλειά και έπειτα από τρεις μέρες έδωσα στο Τέχνης και μια εβδομάδα έπειτα στο Εθνικό. Αφού πέρασα, είπα στους γονείς μου ότι είχα δώσει εισαγωγικές σε δραματική σχολή και οτι θα συνέχιζα να είμαι φοιτητής για άλλα τρία χρόνια. Φοβόμουν την πιθανή αντίδραση τους, αλλά εκείνοι με στήριξαν.
* Υποκριτική για μένα σημαίνει παιχνίδι κι εννοώ τη διαφυγή από την πραγματικότητα. Σημαίνει επίσης να χρησιμοποιώ εμένα και ότι με απαρτίζει στις κατάλληλες δόσεις προκειμένου να αφηγηθώ και να αναπαραστήσω μια ιστορία. Σημαίνει μελέτη, δοκιμή και φαντασία. Σημαίνει επικοινωνία και με τον εαυτό μου και με το περιβάλλον συμπεριλαμβανομένων και των συμπαικτών αλλά και των θεατών. Δεν πετυχαίνει πάντα.
* Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια παντελόνι, που λένε. Βιοποριστικά, οι όροι δεν ήταν ποτέ ευνοϊκοί για τον κλάδο των ηθοποιών. Όσο τουλάχιστον θυμάμαι υπάρχει μια ομάδα λίγων ηθοποιών, μπροστά στο σύνολο, που επιλέγεται πολύ συχνά σε δουλειές και μία σαφώς μεγαλύτερη ομάδα ηθοποιών που προσπαθεί να βρεθεί στην πρώτη ομάδα, στην εδραιωμένη με κάποιον τρόπο. Υπάρχει ανασφάλεια σε αυτό το επάγγελμα εκ φύσεως. Είναι μια δουλειά που τρεις φορές το χρόνο αλλάζεις εργοδότη. Η κρίση και τα μνημόνια που ακολούθησαν, άφησαν τον κλάδο χωρίς συλλογική σύμβαση εργασίας, με ωριαία ένσημα και αμοιβές με ποσοστά.
* Παλιότερα τα ποσοστά ήταν το κάτι παραπάνω που μπορούσε να διεκδικήσει κάποιος όταν εξαργύρωνε την εμπορική του αξία. Ήταν ο τρόπος να αμειφθεί παραπάνω από αυτό που όριζε ο μισθός. Τώρα τα ποσοστά σημαίνουν οτι δεν υπάρχει σταθερός μηνιαίος μισθός και αν πηγαίνει καλά εισπρακτικά η παράσταση έχει καλώς. Βέβαια αυξήθηκαν οι παραστάσεις κάτι που το θεωρώ καλό. Αφού μειώθηκαν τα οικονομικά προαπαιτούμενα για τη δημιουργία μιας παράστασης, αναδύθηκαν πολλές πρωτοβουλίες.
* Στο σημείο αυτό θέλω να προσθέσω ότι κάθε χρόνο περίπου αποφοιτούν 500 παιδιά από όλες τις σχολές. Οπότε τα τρία χρόνια που είσαι στη σχολή έχουν αποφοιτήσει περίπου 1500 ηθοποιοί, νούμερο υπεραρκετό για τις εγχώριες ανάγκες σε υποκριτική. Όσο ξεσκαρτάρισμα και να γίνει, όσες αποχωρήσεις και να έχουμε, πάλι είμαστε πάρα πολλοί. Λιγοστές οι παραστάσεις με πληρωμένες πρόβες και συμβόλαια, λιγοστές και οι οντισιόν.
* Προς το παρόν δεν υπάρχουν πολλά σημάδια ότι θα ανατραπούν κάποια από τα αρνητικά της προ ιού εποχής. Αν κάποιος συνεχίζει να το ασκεί σαν επάγγελμα το πράττει, επειδή το γουστάρει και όχι γιατί είναι μια καλοπληρωμένη δουλειά. Αν σταματήσει θα είναι γιατί οι συνθήκες για τον βιοπορισμό έγιναν για αυτόν πολύ πιεστικές.
* Τώρα υπάρχει ένα πάγωμα. Γενικό. Δεν ξέρω πότε θα επανέλθει η κοινωνία σε μια πρότερη κανονικότητα ή αν θα δημιουργηθεί μια νέα. Το ίδιο περιμένω να συμβεί και στο θέατρο. Ελάχιστοι κάνουν πρόβες. Τα φεστιβάλ δεν είναι ακόμη σίγουρο αν θα γίνουν, πότε θα γίνουν και πόσοι θα συμμετέχουν. Δεδομένου ότι θα λήξουν τα περιοριστικά μέτρα με αφορμή τον ιό κανείς δεν ξέρει αν θα ξαναεμφανιστεί μια καραντίνα ή όχι. Το ρίσκο πάει μαζί με το επιχειρείν. Ίσως γίνουν λιγότερες παραστάσεις, ίσως αυξηθούν τα τηλεοπτικά πράγματα και ό,τι άλλο ευνοεί η απόσταση. Η μετά ιό εποχή αναμένεται. Προς το παρόν μόνο εικασίες μπορώ να κάνω.
* Σκέφτομαι τώρα μέσα στην καραντίνα ότι σε 50 ή 100 χρόνια μπορεί να μιλάνε για το θέατρο και να λένε, “ Ρε φίλε το φαντάζεσαι, τι έκαναν τότε; Μάθαιναν λόγια απ’έξω, που τα είχαν γράψει άλλοι, έμπαιναν σε κλειστές αίθουσες, φορούσαν κουστούμια, βάζανε και μουσικές να παίζουν από πάνω τους, τους φώτιζαν με ειδικά φώτα, χρησιμοποιούσαν και κατασκευές για να φανταζόμαστε διαφορετικά μέρη και έβαζαν απέναντί τους άλλους ανθρώπους που πλήρωναν για να βρεθούν εκεί και τους έδειχναν αυτά τα οποία είχαν ετοιμάσει. Ναι ρε συ κάνανε και πολλές δοκιμές πριν τους το δείξουν. Πιάνονταν, ίδρωναν ο ένας πάνω στον άλλο και φορούσαν αυτά τα κουστούμια χωρίς να τα πλένουν”. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ανάγκη του ανθρώπου να συγχνοτίζεται με την τέχνη, θα συνεχίσει να υπάρχει.
* Θεωρώ ότι το θέατρο δεν απαντά, αλλά θέτει ερωτήματα. Θεωρώ επίσης ότι τα βασικά προβλήματα του ανθρώπου είναι τα ίδια από πάντα. Κάποτε το να βρεις την τροφή σου και ένα καταφύγιο ήταν αγώνας για επιβίωση. Τώρα λέγεται βιοπορισμός. Κάποτε υπήρχε ένας δυνατός που μπορούσε να νικήσει έναν πιο αδύναμο. Τώρα λέγεται ελεύθερη αγορά. Πάντα οι άνθρωποι έκαναν διαπροσωπικές σχέσεις, πάντα ήταν διαφορετικοί, πάντα πίστευαν σε ιδέες και πάντα συνέπειες γεννιόντουσαν όταν συγκρούονταν μεταξύ τους. Άλλαζε το κάλυμμα, αλλά η ουσία παρέμενε η ίδια. Τώρα σχηματοποιείται το νέο κέλυφος, οι τρόποι που ο άνθρωπος θα διαδρά με τον ίδιο και ότι υπάρχει γύρω του και αφού φιλτραριστεί από την επιστήμη θα προκύψει ένα αποτέλεσμα. Σ’ αυτό το αποτέλεσμα θα τεθούν οι ερωτήσεις, ενώ την αισθητική και την ηθική εκείνου του αποτελέσματος θα την σχολιάζουν τα δημιουργήματα. Οπότε εντέλει η τέχνη θα μπορεί ν’ απαντήσει, αλλά στον καθένα ξεχωριστά. Όπως γίνεται και τώρα.
* Το “Χίλιες και μία ιστορίες” είναι ένα κείμενο του Μάικ Κέννυ (1997, τίτλος πρωτοτύπου Scheherezade σε μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου). Είναι μια διασκευή πάνω στις “Χίλιες και μία νύχτες”, τα παραμύθια της Χαλιμά που ακούγαμε μικροί. Ένας σουλτάνος πληγωμένος από την αγάπη, παντρεύεται κάθε μέρα μια γυναίκα και αφού περάσει μια νύχτα μαζί της, το χάραμα την αποκεφαλίζει. Μέχρι που νέα σύζυγος του γίνεται η Σεχραζάντ. Εκείνη αποφασίζει να σώσει τον τόπο, τον σουλτάνο αλλά και τον εαυτό της χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα της. Κλείνει μία από τις διασημότερες συμφωνίες όλων των εποχών: Αν καταφέρει να κρατήσει το ενδιαφέρον του σουλτάνου για 1001, νύχτες τότε θα ζήσει. Αποφεύγει, λοιπόν, χίλιες και μία φορές το θάνατο, λέγοντας ιστορίες στον σουλτάνο κρατώντας την αγωνία και την περιέργεια του σφιχτά στα χέρια της. Στο κείμενο του Κέννυ παρατίθενται τέσσερις μόνο ιστορίες από την αρχική πολύτομη έκδοση των “Χίλιες και μία νύχτες”, με μόνη γνωστή εκείνη του Σεβάχ. Ένα κείμενο ξαπλωμένο σε σελίδες, περιμένοντας μια ομάδα συντελεστών για να σηκωθεί. Η Σεχραζάντ με σύμμαχό της όλο το παλάτι ζωντανεύει τις αφηγήσεις της μπροστά στο σουλτάνο και τους θεατές.
* Οι δύο σκηνοθέτριες (Μυρτώ Μακρίδη και Βάσια Αταριάν) μάζεψαν μια πολύ ωραία και δυνατή ομάδα επι σκηνής, αποτελούμενη από 12 ηθοποιούς και τρεις μουσικούς – που αποδείχτηκαν υπέροχοι και υποκριτικά – Ήταν πάντα πολύ καλά προετοιμασμένες, πολύ οργανωμένες και προστατευτικές. Δουλέψαμε για περίπου 1,5 μήνα και κάτι, με αυτοσχεδιασμούς χρησιμοποιώντας πολύ ωραία εργαλεία που μας σύστησαν (τουλάχιστον σε εμένα) τα κοριτσια και που έφτιαχναν ένα περιβάλλον δομημένου αυτοσχεδιασμού. Έπειτα ήρθε ή ωρα της ενασχόλησης με το κείμενο και η διανομή των ρόλων.
* Είχαμε από την αρχή των προβών μαζί μας την Έλενα Γεροδήμου, που μας υποστήριζε με ζεσταμα και ενδυνάμωση καθώς το σκηνικό ήταν όλο σκαλοπάτια και που φυσικά έχει την ευθύνη για οτιδήποτε κινησιολογικό υπάρχει στην παράσταση. Μαζί μας όμως από την αρχή ήταν και οι τρεις μουσικοί της παράστασης, ανάμεσά τους και ο Δημήτρης Τάσαινας που έγραψε τη μουσική, η οποία ακουγόταν ζωντανά σε όλες τις παραστάσεις, με τους μουσικούς επί σκηνής, σαν ζωντανό κομμάτι αυτού του παλατιού. Το τελευταίο μήνα εμφανίστηκαν τα φανταστικά, με ανατολίτικη εσάνς, κουστούμια που σχεδίασε η Αλεξία Χρυσοχοίδη και έραψε η πολύ έμπειρη ομάδα των μοδιστρών του Εθνικού. Η Αλεξία σχεδίασε και το σκηνικό της παράστασης, προσομοίωση του οποίου είχαμε σχεδόν από την αρχή των προβών. Όλα αυτά τα φώτισε με τους φωτισμούς που δημιούργησε ο Τάσος Παλαιορούτας. Τέλος και τη μουσική διδασκαλία ανέλαβε ο Δημήτρης Τάσαινας και με έμφαση στη λεπτομέρεια η Μελίνα Παιονίδου, δασκάλα μου τα χρόνια της σχολής.
* Έτσι λοιπόν φτιάχτηκε μια παράσταση που μιλάει για τον έρωτα, την εξουσία, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και την αλληλεγγύη, θέματα πάντα επίκαιρα, έχοντας στα μπαγκάζια της φρεσκάδα, ρυθμό, φαντασία, χρώμα και αντιμετωπίζοντας τα παιδιά σαν ενήλικες.
* Μια θεατρική παράσταση πάντα χάνει όταν τη βλέπουμε μαγνητοσκοπημένη. Συνήθως η βιντεοσκόπηση γίνεται για αρχειακούς λόγους. Οπότε το αποτέλεσμα δε συγκρίνεται με την κινηματογραφική προσέγγιση που είναι και άλλη διαδικασία. Το μάτι του θεατή σαρώνει όλη τη σκηνή ταυτόχρονα και η κάμερα δεν μπορεί να μεταφέρει αυτό το συναίσθημα που βιώνει ο δια ζώσης θεατής που βρίσκεται σε μια σκοτεινή θεατρική αίθουσα και αφουγκράζεται τις αντιδράσεις των ηθοποιών αλλά και των υπόλοιπων θεατών. Συχνά μάλιστα τα φώτα και ο ήχος δείχνουν και ακούγονται αντίστοιχα όχι σε ικανοποιητικό βαθμό. Αν λάβει κανείς υπόψη του αυτά τα στοιχεία νομίζω οτι μπορεί να παρακολουθήσει άνετα οποιαδήποτε θεατρική παράσταση, η οποία είναι μαγνητοσκοπημένη, μη δίνοντας σημασία σε ορισμένες λεπτομέρειες, όπως π.χ το χρώμα των τοίχων του σαλονιού του ή το εξωτερικό φως που τρυπώνει.
* Από την οντισιόν ένιωσα ένα κλίμα ελευθερίας, υπήρχε χώρος ακόμα και για τη βλακεία, τη σαχλαμάρα. Δεν αναφέρομαι στην πλάκα κατά τη διάρκεια της πρόβας (που σαφώς και υπήρχε) αλλά στο ότι στους αυτοσχεδιασμούς δεν αντιλήφθηκα οτι υπάρχει λογοκρισία σε αυτά που κάναμε. Μπορώ να πω όμως ότι λογόκρινα ο ίδιος τον εαυτό μου. Ήταν πολύ βοηθητικό το ότι δεν υπήξε διανομή των ρόλων εξ αρχής, γιατί δεν υπήρχε το βάρος του να βρει ο καθένας μας το ρόλο του. Μας δόθηκε όμως χώρος να βρούμε το σύμπαν που προτεινε η Βάσια και η Μυρτώ, τις σχέσεις μεταξύ των ρόλων και το πως χωράει η προσωπικότητα του καθενός μας σ’ αυτό το εγχείρημα.
* Προσωπικά μιλώντας, αφού βρέθηκε το πλαίσιο και άρχισε να φαίνεται χωροταξικά η παράσταση, οι ρόλοι έβγαιναν σχεδόν αβίαστα. Δημιουργήθηκε ο χάρτης της παράστασης. Αυτός εμπλουτίστηκε από φωνές, μουσικές, ήχους και δράσεις, για να δημιουργηθεί τέλος μια παρτιτούρα από αντιδράσεις. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ο νους μου προσπαθούσε να ακολουθήσει αυτήν την παρτιτούρα και ταυτόχρονα να ζω την παράσταση.
* Είναι, αν όχι η μόνη, από τις ελάχιστες παραστάσεις που ήμασταν έτοιμοι δύο εβδομάδες πριν την πρεμιέρα, έχοντας στη διάθεσή μας και το σκηνικό και τα κουστούμια και τα φώτα. Είναι επίσης πολύ ωραίο να χαίρεσαι να πηγαίνεις στη δουλειά σου, να το περιμένεις. Οπότε θα ήθελα πολύ να ξαναδουλέψω με τη Μυρτώ και τη Βάσια αλλά και με όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Όμως η παράσταση κατέβηκε 40 σχεδόν μέρες πριν το Πάσχα λόγω covid.
* Παίξαμε την τελευταία μας παράσταση, χωρίς να το καταλάβουμε. Γι’ αυτό και θα ήθελα πάρα πολύ να παίξουμε μία ακόμα παράσταση ή και πολλές ακόμα. Από την άλλη τα συμβόλαιά μας έχουν λήξει και η παράσταση ανήκει στο Εθνικό, οπότε κάτι τέτοιο δεν έχει να κάνει με την εκάστοτε διαθεσιμότητά μας, αλλά με τον προγραμματισμό και την πρόθεση της διεύθυνσης του θεάτρου.
* Η αλήθεια είναι ότι μετά το πέρας μιας παράστασης δυσκολεύομαι να πιστέψω τα κολακευτικά λόγια προς τους ηθοποιούς, γιατί νιώθω ότι τις περισσότερες φορές λέγονται επειδή πρέπει. Είναι δύσκολο να είσαι ειλικρινής πάντα. Θυμάμαι όμως ωραίες ερωτήσεις από τα παιδιά μετά. Ερωτήσεις, όπως ποιός φτιάχνει τα κουστούμια, γιατί είναι σχεδιασμένα έτσι, που πάει το σκηνικό όταν τελειώνει η παράσταση, είναι πραγματικά τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε, πως μαθαίνουμε τα λόγια μας. Θυμάμαι αυτήν την ταύτιση ηθοποιού και ρόλου στα μάτια των παιδιών, θυμάμαι την έκφραση στα πρόσωπα κυρίως των γυναικών θεατών στον μονόλογο της Σεχραζάντ λίγο πριν το τέλος. Μία από τις έξι φορές που ήρθαν τα παιδιά μου να δουν την παράσταση, είχαν έρθει μαζί και κάποιοι φίλοι τους. Βγήκαμε μετά την παράσταση με τα κουστούμια μας, βλέπω έναν φίλο τους και τον ρωτάω , “Σου άρεσε Γιώργο η παράσταση ;” και μου λέει “Πως ξέρεις το όνομα μου;”.
* Κάτι άλλο που δεν θα ξεχάσω είναι οι κινήσεις που έκαναν οι θεατές για να σκουπίσουν τα δάκρυά τους στην τελευταία εικόνα, όταν σύσσωμο το προσωπικό του παλατιού τασσόταν υπέρ της Σεχραζάντ, αφήνοντας τον σουλτάνο μόνο του και προσφέροντας τα κεφάλια τους για αποκεφαλισμό (μαζί και ο δήμιος). Επανάσταση και αλληλεγγύη. Εμείς γονατιστοί και χαμογελαστοί και απέναντι μας οι θεατές, μαζί μας και αυτοί.
* Είναι ελάχιστες οι δουλειές που έχω κάνει στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο και σίγουρα όχι αξιομνημόνευτες από κάποιον θεατή. Για εμένα όμως ήταν πολύ σημαντικές για την εξοικείωση με το μέσο που λέγεται κάμερα. Έχω παίξει σε μια μικρού μήκους ταινία (Mr Breakfast and the other half) και πρόσφατα σε ένα εθνογραφικό ντοκυμαντέρ για την οικογένεια στην ελληνική κοινωνία, αν θυμάμαι καλά, μαζί με τη σύντροφό μου Κορίνα. Στην τηλεόραση είναι οριακά λίγο περισσότερες οι συμμετοχές μου, τρεις δηλαδή. Κρυφός καημός μου είναι να παίξω σε κάτι εποχής αλλά είμαι ανοιχτός σε όλα (χαχα).
* Σε σχέση με το γράψιμο να πω αρχικά να πω ότι η πρώτη έκθεση που τελείωσα ήταν στις πανελλαδικές. Όταν ήμουν στη σχολή ξεκίνησα να γράφω σημειώσεις πρόβας, διαφορα κείμενα με αφορμή κάποια πρόβα και ημερολόγιο. Στο ημερολόγιο καταφεύγω όταν δε μου πάνε καλά τα πράγματα στη ζωή μου. Έχω άπειρα σημειωματάρια. Προτιμώ αυτά με τις λευκές σελίδες γιατί μπορείς και να ζωγραφίζεις. Έχω πάντα ένα μαζί μου στην τσάντα μου. Θέλει πειθαρχία το να γράφεις. Δεν εννοώ ημερολόγιο. Εννοώ το να γράψεις ένα δοκίμιο, μια ιστορία, ένα θεατρικό. Είναι μοναχική δουλειά και δεν έχω την απαραίτητη αυτοπειθαρχία. Αν το ξεκινήσω όμως, θα το τελειώσω. Δύο πράγματα έχω τελειώσει λοιπόν, με αρκετή χρονική απόσταση το ένα από το άλλο. Το πιο πρόσφατο ειναι μια θεατρική διασκευή της Χιονάτης, που έγραψα και στίχους για δυο τραγούδια.
* Το πρώτο ήταν ένα παραμύθι η Κουλοχέρα, πάλι για το θέατρο. Πριν από οχτώ χρόνια περίπου φτιάξαμε την παράσταση “Ήταν κάποτε” με δυο φίλους, τη Βάσια Χρήστου και τον Στέλιο Χλιαρά. Ηταν μια παράσταση με πέντε παραδοσιακά αλληλοβόρα παραμύθια. Ήταν μια παράσταση για ενήλικες. Βρήκαμε τα παραμύθια, τα επεξεργαστήκαμε, τα συσκηνοθετήσαμε, τα επενδύσαμε μουσικά και παίξαμε. Ήταν μια παράσταση βαλίτσας. Είχε ένα λιτό σκηνικό αποτελούμενο από τρία κουτιά σε μέγεθος ανθρώπου και μια ηλεκτρολογική κατασκευή για εφτα προβολείς που τους χειριζόμασταν με αλέ ρετούρ διακόπτες από τη σκηνή. Η μουσική έμπαινε και αυτή από εμάς από δύο cd player που είχαμε στη σκηνή. Λειτουργήσαμε σαν μπουλούκι και κάναμε και περιοδεία σαν μπουλούκι σε διαφορα μέρη στην ηπειρωτική Ελλάδα, παίζοντας σε αυλές σχολείων, εκκλησιών, αλλά και σε καφενεία. Κυρίως σε χωριά.
* Σ’ αυτήν, λοιπόν, την παράσταση, μας έλειπε ένα τελευταίο παραμύθι. Η μοναδική αναφορά στην Κουλεχέρα ήταν στα σχόλια ενός βιβλίου για παραμύθια. Τρεις προτάσεις, τίποτα άλλο. Εν ολίγοις η Κουλοχέρα ήταν μια κοπέλα που για να την τιμωρίσουν της κόβουν τα χέρια, τα οποία ξαναφυτρώνουν μ’ έναν μαγικό τρόπο, όπως γίνεται στα παραμύθια. Παραμύθι όμως δεν είχαμε. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σ’ ένα κείμενο ενός δασκάλου από τη Θεσσαλονίκη, το οποίο μιλούσε για ένα παιδάκι που φιλοξένησαν στο σχολείο κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία. Είχε τα χέρια του μόνιμα κατω από το θρανίο και δεν τα σήκωνε γιατί τα είχε χάσει στον πόλεμο. Και μου μπήκε η ιδέα να γράψω την Κουλοχέρα χωρίς τα μαγικά στοιχεία της. Στην κανονική ζωή δεν τα χέρια δεν ξαναφυτρώνουν…
* Μια ερασιτεχνική απόπειρα σκηνοθεσίας έκανα και όσο ήμουν στη σχολή. Υπήρχε παλιότερα ένας χώρος στο Μεταξουργείο ο “Κρατήρας” και εκεί στεγαζόταν η θεατρική ομάδα “Δρόμος με Δέντρα” κάτω από την επίβλεψη της Μάρθας Φριντζήλα. Σκηνοθετούσαμε μεταξύ μας κάνοντας λίγες πρόβες διάφορες τραγωδίες από αυτές που δεν παίζονται συχνά και εμένα μου είχαν λάχει οι “Ικέτιδες” του Ευριπίδη. Τον τελευταίο χρόνο κάναμε πρόβες με μια ομάδα παιδιών δημοτικού και με μια ομάδα ενηλίκων προκειμένου να ανεβάσουμε παράσταση. Εδώ σταματούν τα σκηνοθετικά μου. Το μέλλον θα δείξει αν θα υπάρξουν και άλλα.
* Παραστάσεις που έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους και μετά το “Ήταν κάποτε” ειναι ο “Κατάδικος” και “Η Αλίκη στη Χωρα των Θαυμάτων” σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου. “Υμπύ βασιλιάς” σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου, οι “Αχαρνείς” σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, ο “Αίας” με τους “Δρόμος με Δέντρα”. Επίσης αυτά τα έξι χρόνια που πέρασα με την ομάδα του Βρες τον Δολοφόνο στο Convento del’ Arte με πιο αγαπημένη μου τη χρονιά του Μανούσου από τον Μπαλωμένο.
* Παλιότερα όλα ήταν πιο οργανωμένα για μένα στον χορό, αλλά και στον αθλητισμό. Πολλά χρόνια παραδοσιακούς, μαθήματα σύγχρονου και ακροβατικών κατά τη διάρκεια της σχολής και μετά παραδοσιακό τραγούδι, μπάσκετ και τρέξιμο. Τώρα δεν εξασκώ τον χορό με κάποιον τρόπο σε εβδομαδιαία ας πούμε βάση. Από αθλητισμό να’ ναι καλά ο σκύλος μου ο Αντρέας σε συνδυασμό με το ότι μένω δίπλα στον Υμηττό. Παίρνουμε παρέα τα μονοπάτια και στα καλά μου τρέχω και κάμποσο.
* Το τραγούδι πάντα μου άρεσε και το δούλεψα όσο μπόρεσα στη σχολή. Τραγουδάω για τις ανάγκες μιας παράστασης και για μένα στο σπίτι ή στο βουνό. Τα τελευταία επτά χρόνια με όση μουσική κατάφερα να μάθω στη σχολή – Μελίνα να σαι καλά – ξεκίνησα να παίζω μαντολίνο και μπαγλαμά. Έχω βγάλει πέντε τραγούδια και νιώθω και πολύ υπερήφανος. Δεν είμαι για κόσμο, αλλά εμένα μου κάνει. Έχω καιρό μπροστά μου να γίνω βιρτουόζος. Όσο για τις ξένες γλώσσες: Είμαι αρβανίτης στην καταγωγή και από τους δυο γονείς μου. Καταλαβαίνω κάμποσα, μιλάω ελάχιστα. Γεννηθηκα στο γαλλόφωνο Μόντρεαλ του Καναδά. Έκανα και γαλλικά έξι χρόνια στο γυμνάσιο και στο λύκειο και μπορώ να πω ότι μου έχει μείνει η… πγοφογά. Μιλάω αγγλικά, έχω πάρει και lower. Α, έχω βρεθεί και στην Βαρκελώνη, ερωτικός μετανάστης και έκανα δυο μήνες μαθήματα ισπανικών. Την προφορά να θυμόμαστε σε όλες τις γλώσσες, πλην των αγγλικών που τα μιλάω σαν Τσίπρας και μου αρέσει κιόλας.
* Ζω στην Αθήνα από το 1999 που ήρθα για σπουδές από το Ναύπλιο. Το σπίτι που μένω τώρα είναι το 18ο. Βαρέθηκα τις μετακομίσεις και ελπίζω να μην ξανακάνω. Μου αρέσει το απρόσωπο της Αθήνας, μου αρέσει το κέντρο της αλλά δε μου αρέσει καθόλου που έχω την αίσθηση ότι συνεχώς τρέχω να προλάβω κάτι. Μένω στον Παπάγου που δεν είναι χαρακτηριστική γειτονιά της Αθήνας.
* Από την άλλη είναι το Ναύπλιο. Δε γεννήθηκα εκεί, αλλά έζησα 14 χρόνια μέχρι τα 18 μου που έφυγα για το Αιγάλεω και το ΤΕΙ Πληροφορικής. Το Ναύπλιο μεταφράζεται σε εικόνες. Η παλιά πόλη, η θάλασσα, η πλατεία Συντάγματος, ο ανοιχτός ορίζοντας, καστρα, στοές, σκαλάκια, τα βραγμένα από την υγρασία πλακάκια, ιστορίες για κάθε γωνιά του, παιδικές αναμνήσεις, τσακαλοπαρέες, νερόμπομπες, κρυφτοκυνηγητά στην παλιά πόλη, πορτοκάλια, ΚΤΕΛ, άρωμα ταβέρνας, οι φίλοι μου και οι γονείς μου και ο αδερφός μου…
* Πολλή δουλειά ρίχνετε στο Αll4fun και μπράβο σας. Μου αρέσει που βρίσκω τόσο διαφορετικά πράγματα που αφορούν κυρίως στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Είναι πολύ ωραίο που δίνεται χώρος και λόγος σε νέους ηθοποιούς και σε μη διάσημους ηθοποιούς. Φαίνετε ότι έχετε μεράκι. Και προσωπικά σ’ ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία και το βήμα.
& Αναλυτικές πληροφορίες για το “Χίλιες και μία ιστορίες” ΕΔΩ:
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 22/4/2020