Ο θαυμασμός σε όσους έλεγαν ιστορίες, οι ρομαντικές της σκέψεις για το ότι, «ένας καλός ηθοποιός είναι και καλός άνθρωπος», αλλά και η ανάγκη για χαρά, για μοίρασμα και για μια φυγή συνάμα από τη μοναξιά την οδήγησαν σε μια σημαντική απόφαση, η οποία και μοιραία άλλαξε την πορεία της ζωής της.
Ήταν σ’ ένα μακρύ ταξίδι στο εξωτερικό, όταν τελείωνε την Αρχιτεκτονική, που η Ελεάνα Καυκαλά αποφάσισε να πάει στη θεατρική ομάδα του πανεπιστημίου. Εκεί βίωσε σ’ ένα αρχικό στάδιο πως χωρίς τους άλλους δεν πας πουθενά, κάτι το οποίο ουσιαστικά επιβεβαιώθηκε, όταν με το καλό κάποια χρόνια αργότερα τελείωνε τη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών.
Το θέατρο έγινε έτσι για εκείνη μια ανάγκη για παρτενέρ, έγινε μια ευκαιρία να μπορεί να γίνει να πάντα, ο άνθρωπος των δέκα προηγούμενων αιώνων και των δέκα επόμενων μαζί.
Να μπορεί πλέον μέσω της υποκριτικής να διαστέλλει τον χρόνο και να τον συμπυκνώνει μαζί, να έχει περιέργεια για τον κόσμο, αλλά και να γίνεται μια μαχόμενη καλλιτέχνης, η οποία μέσα από την καθημερινότητα της ν’ αποτελεί ενεργό κομμάτι μιας συλλογικής αναταραχής και αλληλεγγύης.
Και μέσα από τις συνειδητές της επιλογές και τις διαδοχικά καλές ερμηνείες της η Ελεάνα συγκαταλέγεται μεταξύ των νέων ηθοποιών, που αξίζει κάποιος να παρακολουθεί συστηματικά τα βήματα της.
Η φετινή σεζόν τη βρήκε στη συνέχιση μιας σημαντικής δουλειάς, όπως ο «Σούμαν» της Σοφίας Καψούρου, που συνεχίστηκε φέτος στο Εθνικό. Εκεί υποδύθηκε την Κλάρα Σούμαν, ένα υπαρκτό πρόσωπο και τη σημαντικότερη πιανίστα της εποχής της.
«Ήταν σχεδόν ένα ποιητικό υλικό και ήταν μια πολύ σημαντική προσωπικότητα, δυσκολεμένη στη ζωή της, αλλά μ’ έντονο πείσμα για τη ζωή της. Την ανθρωπιά της μάλλον προσπάθησα να διαπραγματευτώ γιατί αυτή είναι η ουσία όλων των ιστοριών που λέμε και το κείμενο της Σοφίας ήταν ένα σημαντικό εργαλείο για το πώς κατάφερε μια ιστορία από τα παλιά να εισβάλλει στο σήμερα και να σε κάνει να γελάσεις και να κλάψεις», παραδέχεται στο All4fun η Ελεάνα, που μας εισάγει και στον κόσμο του «Σημαιοφόρου», που ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα στο 104 σε σκηνοθεσία Ελεάνας Τσίχλη: «Είναι μια παράσταση που σου δίνει την αφορμή για να ψάξει κάποιος από τι υλικό είναι φτιαγμένες οι σπουδαίες πράξεις ή να θυμηθεί έναν έρωτα που πέρασε, έναν άλλο που δεν έχει έρθει ακόμα, να πενθήσει για μια μεγάλη απώλεια, να αναρωτηθεί ποια είναι η στιγμή εκείνη που εμείς οι μικροί οι άνθρωποι συναντιόμαστε με την Ιστορία. Στην παράσταση αυτή, μάλιστα» είναι μαζί μας μια ανείπωτη βιογραφία κρυμμένη παντού».
Με μια βαθιά συγκίνηση να είναι κομμάτι ταινιών η Ελεάνα θέλει πολύ να κάνει κινηματογράφο και δη σε μεγάλου μήκους, αφού μέχρι τώρα έχει παίξει μόνο σε μικρού. Και επειδή έχει γενικά μια ποιητική προδιάθεσή θα ήθελε να συμμετάσχει και σε ταινίες, που μετατρέπουν ποίηση σε σινεμά…
* Η υποκριτική προέκυψε μετά από ένα πολύ μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό κάπου προς το τέλος των σπουδών μου στην Αρχιτεκτονική. Εκεί πήρα την απόσταση εκείνη από την καθημερινότητά μου που μου επέτρεψε να κάνω με ειλικρίνεια στον εαυτό μου την ερώτηση: «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Δεν είμαι από τις περιπτώσεις των ηθοποιών που ήξεραν ότι ήθελαν να γίνουν αυτό από μικροί. Για την ακρίβεια, δεν ήξερα ούτε μπορούσα να συνθέσω στο μυαλό μου πώς είναι να είσαι ηθοποιός ή πώς γίνεται κανείς ηθοποιός . Μπορώ όμως να πω ότι από μικρή μου φαινόταν ένα επάγγελμα πολύ σημαντικό και ιδιαίτερο, θαύμαζα τους ανθρώπους που το έκαναν και όποτε έβλεπα έναν καλό ηθοποιό πάνω στη σκηνή έλεγα στον εαυτό μου: « αυτός μάλλον είναι ένας καλός άνθρωπος». Αργότερα κατάλαβα ότι για να έχω τόσες πολλές και ρομαντικές σκέψεις για ένα επάγγελμα (περισσότερες μάλιστα από εκείνο του αρχιτέκτονα που ήταν μέχρι τότε η σπουδή μου) μάλλον αυτό θα πρέπει να «γίνω όταν μεγαλώσω». Ξεκίνησα να πηγαίνω στην θεατρική ομάδα του ΕΜΠ και κάπως έτσι άρχισαν όλα.
* Υποκριτική είναι να λες ιστορίες, να έχεις περιέργεια για τον κόσμο, να θέλεις να μπορείς να είσαι μουσικός, γιατρός, μανάβης, έφηβος, συνταξιούχος, παπάς, δολοφόνος, Ναπολέων, Τσε Γκεβάρα, Γκαίμπελς, σουφραζέτα, ποπ σταρ, να θέλεις να είσαι ο άνθρωπος των δέκα προηγούμενων αιώνων και των δέκα επόμενων. Υποκριτική είναι η διαστολή του χρόνου και η συμπύκνωσή του μαζί, όπου υπάρχει ανάγκη για μια αφήγηση μεγαλύτερη από τον εαυτό μας. Υποκριτική είναι η φυγή από την μοναξιά, η ανάγκη για τον παρτενέρ, η ανάγκη για χαρά.
* Πώς αντιμετωπίζει άραγε ολόκληρη η κοινωνία την κρίση; Ας ρωτήσουμε πρώτα αυτό, γιατί ο καλλιτέχνης μέρος της είναι. Δύο δρόμους βλέπω: ήττα και ιδιώτευση ή ιστορική αισιοδοξία, συλλογική αναταραχή και αλληλεγγύη. Επιμένω να ελπίζω στους μαχόμενους ανθρώπους άρα και στους μαχόμενους καλλιτέχνες. Και μέσα από την τέχνη τους και στο πώς ζουν και υπάρχουν στην καθημερινότητά τους. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ακριβώς μια «πατέντα» αντιμετώπισης της κρίσης. Στο κομμάτι της καθημερινής διαχείρισης οι περισσότεροι κάνουν παραπάνω από μια δουλειές για να επιβιώσουν, όχι φυσικά όλες σχετικές με την καλλιτεχνική τους δραστηριότητα. Στον κλάδο τείνει να γίνει κανόνας το ότι δεν ζούμε από τη δουλειά μας. Αυτό φυσικά έχει ανάλογα αποτελέσματα και στην ποιότητα του «παραγόμενου έργου». Ένας ηθοποιός ή σκηνοθέτης ή συνθέτης που βρίσκεται σε δύο ή τρεις δουλειές ταυτόχρονα δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να έχει πάντα το βαθμό αφοσίωσης που απαιτείται για να φτάσει τη διαδικασία στο μεδούλι της. Φτωχοποιούνται οι καλλιτέχνες, φτωχοποιούνται και τα έργα, κάπως έτσι πάει.
* Νομίζω η τέχνη δεν ήταν ποτέ «εκεί» για να δίνει απαντήσεις, αλλά για να θέτει ερωτήσεις και, μάλιστα, σε κάθε εποχή να τις θέτει αλλιώς. Σίγουρα ο διάλογος της τέχνης με την πραγματικότητα που τρέχει γύρω μας είναι ζητούμενος, όχι ίσως με την μορφή απάντησης αλλά με τη μορφή ερμηνείας. Η τέχνη που συνδέει το τώρα με το άλλοτε ή το μετά, η τέχνη που συνδέει τη σημερινή κρίση με την ανθρώπινη δυσχέρεια όλων των εποχών, η τέχνη που δίνει ένα νέο βλέμμα και εμπνέει για την ανατροπή, ναι, αυτήν έχει νόημα να τη συζητάμε.
* Η δουλειά μας πάνω στο έργο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε» υπήρξε κάτι πολύ δικό μας. Το υλικό του Ρίλκε είναι για μένα μια ωδή στο μεγαλείο του ανθρώπου όπως αυτό κρύβεται στα πιο μικρά και, φαινομενικά, ασήμαντα πράγματα. Ένας πολύ νεαρός άντρας πίσω στα 1663, κάπου στην Κεντρική Ευρώπη ξεκινάει το μεγάλο ταξίδι προς έναν πόλεμο. Όσα έχει ζήσει φαίνονται πολύ λίγα μπροστά στο ενδεχόμενο το τέλος της μάχης να μην τον βρει ζωντανό. Το μόνο που έχει λοιπόν είναι αυτό το ταξίδι στη σκιά του πολέμου για να βρει έναν φίλο, έναν έρωτα και τελικά τον εαυτό του. Η παράσταση του «Σημαιοφόρου» είναι αφορμή για να ψάξει κανείς από τι υλικό είναι φτιαγμένες οι σπουδαίες πράξεις ή να θυμηθεί έναν έρωτα που πέρασε, έναν άλλο που δεν έχει έρθει ακόμα, να πενθήσει για μια μεγάλη απώλεια, να αναρωτηθεί ποια είναι η στιγμή εκείνη που εμείς οι μικροί οι άνθρωποι συναντιόμαστε με την Ιστορία.
* Ο «Σημαιοφόρος» έφερε αυτή την πραγματικά πολύ ευτυχή συνεργασία με την ομάδα Ubuntu. Η Ελεάνα (Τσίχλη) και ο Άρης (Λάσκος) ψάχνουν. Ρωτούν. Ξαναρωτούν. Έχουν μια μεγάλη επιθυμία αυτό που θα φέρουμε πάνω στη σκηνή να είναι αληθινό και ανθρώπινο. Η σκηνοθετική καθοδήγηση της Ελεάνας δεν έγινε «από έδρας» ή με όρους αυθεντίας, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μας εφοδιάσει με ένα ολόκληρο οπλοστάσιο. Στην παράσταση αυτή είναι μαζί μας μια ανείπωτη βιογραφία κρυμμένη παντού: η γιαγιά μου, μια ιστορία από τα παιδικά χρόνια του Άρη που δεν λέγεται ποτέ, ένα γράμμα που δεν έφτασε ποτέ στον αποστολέα του και άλλα πολλά. Ως ηθοποιός έκανα πρόβες στις οποίες είχα την δυνατότητα να παίξω σαν παιδί μαζί με ένα άλλο παιδί (τον Άρη εννοώ), να συγκινηθώ, να αλλάξω. Σιγανά και απλά, όπως μας αρέσει να λέμε. Συνοδοιπόρος σ’ αυτό το ταξίδι ήταν και ο Κορνήλιος Σελαμσής. Η μουσική του έγινε ακόμα ένας συμπαίκτης πάνω στη σκηνή.
* Ο «Σούμαν» της Σοφίας Καψούρου ήταν επίσης ένα σχολείο για μένα. Ξεκίνησε στο πλαίσιο του project «Συγγραφέας του μήνα» 1,5 χρόνο πριν για να ενταχθεί τελικά φέτος στο ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου. Μιλάμε λοιπόν για μια μεγάλη διαδρομή, στην οποία βλέπαμε το έργο να μεταμορφώνεται σκηνικά υπό την καθοδήγηση του Λευτέρη Γιοβανίδη και με την συμβολή της Σοφίας, η οποία ήταν εκεί για να «ξαναδεί» το έργο της μαζί μας . Νομίζω το κομμάτι που λειτούργησε σαν μια ευχάριστη έκπληξη για τον κόσμο που έβλεπε την παράσταση πέρα από την λειτουργικότητα και τη φροντίδα του έμμετρου λόγου, ήταν το πώς κατάφερε μια ιστορία από τα παλιά να εισβάλλει στο σήμερα και να σε κάνει να γελάσεις και να κλάψεις.
* Ο ρόλος της Κλάρα Σούμαν γραμμένος από τη Σοφία Καψούρου ήταν σχεδόν ένα ποιητικό υλικό. Αυτό είχε πολύ ενδιαφέρον στον συνδυασμό του με το γεγονός ότι η Κλάρα ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο με πολύ συγκεκριμένη βιογραφία: η μεγαλύτερη πιανίστα της εποχής της και παράλληλα νοικοκυρά και μητέρα οχτώ παιδιών, πολύ ερωτευμένη με τον Ρόμπερτ Σούμαν, δυσκολεμένη στη ζωή της, με ένα όμως διαολεμένο πείσμα για τη ζωή.
* Την ανθρωπιά της μάλλον προσπάθησα να διαπραγματευτώ γιατί αυτή είναι η ουσία όλων των ιστοριών που λέμε. Το κείμενο της Σοφίας ήταν ένα σημαντικό εργαλείο, στο οποίο βασίστηκε και επέμεινε ο Λευτέρης Γιοβανίδης: το μέτρο του λόγου ήταν η αναπνοή του έργου αυτού, άρα και η ανάσα όλων των ηρώων. Αν βρεις τον τρόπο να αναπνέεις πάνω στη σκηνή, βρίσκεται ο δρόμος.
* Τα χρόνια μου στη δραματική σχολή του Ωδείου ήταν για μένα πολύ συμπυκνωμένος χρόνος. Στο τέλος αυτού του διαστήματος ήμουν άλλη. Όπως νομίζω και όλοι οι συμμαθητές μου. Τους χρωστάω πολλά. Ήταν κι αυτοί δάσκαλοί μου μαζί με τους δασκάλους μας. Ήμαστε τόσο διαφορετικοί, φαινόταν μια τρελή ιδέα να αποτελέσουμε όλοι εμείς ένα έτος. Αλλά κάτι έγινε και συνέβη. Το σπουδαιότερο που αποκόμισα από τη Σχολή είναι ότι χωρίς τους άλλους δεν πας πουθενά. Αυτό είναι το θέατρο.
* Η εμπειρία μου κινηματογραφικά είναι οι δύο μικρού μήκους ταινίες του Κωστή Χαραμουντάνη, «Το μάτι και το φρύδι» και «Το τέρας κοιμάται», με τον οποίο υπήρξαμε συμμαθητές στο Ωδείο. Τις αγαπώ και τις δύο, γιατί έχουν βγει από ένα ονειροπόλο κεφάλι, αυτό του Κωστή, και γιατί ως ηθοποιός ήμουν μαζί με συμμαθητές μου από τη σχολή. Και αυτό ήταν μια ωραία συνθήκη. Κατά τα άλλα, θέλω να κάνω πολύ σινεμά. Με συγκινεί να βλέπω ταινίες, με συγκινεί ακόμα περισσότερο να είμαι μέρος τους. Μου αρέσουν οι ταινίες που κάνουν την ποίηση σινεμά.
* Η σχέση μου με τον αθλητισμό είναι αρχικά ότι νιώθω πως βρίσκομαι σε μία τρεχάλα όλη μου τη ζωή. Κατά τα άλλα, κάνω χορό από μικρή και τα τελευταία χρόνια πολλά ακροβατικά. Επίσης μου αρέσει να τραγουδάω όπου και όποτε μπορώ. Αν έχω και τη δασκάλα μου δίπλα μου περνάω ακόμα καλύτερα. Το γράψιμο και η σκηνοθεσία είναι, προς το παρόν, εκτός κάδρου. Όλοι βέβαια, με κάποιο τρόπο, γράφουμε ή σκηνοθετούμε. Πέρα από αυτό, δεν ξέρω τι θα φέρει το μέλλον.
* Έχω υπάρξει πολύ τυχερή στις συνεργασίες μου μέχρι στιγμής. Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω καμία γιατί όλες μου έδωσαν κάτι, όσο και αν με κάποιες δουλειές ή ανθρώπους «δέθηκα» περισσότερο. Η προσδοκία μου για το μέλλον είναι να δουλέψω με ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούμε με γενναιότητα και με γενναιοδωρία ακόμα και να αποτύχουμε ψάχνοντας «κάτι».
* Στην Αθήνα μου αρέσει η Κυψέλη και τα Εξάρχεια, δηλαδή τα παιδικά μου χρόνια. Και τα ζαχαροπλαστεία στη Φωκίωνος Νέγρη. Και τα ζαχαροπλαστεία γενικότερα.
* Στο All4fun μου αρέσει το All4fun!
Aναλυτικές πληροφορίες για τον «Σημαιοφόρο» ακολουθούν ΕΔΩ:
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 25/4/2018