Η περιπέτεια μέσω πάντα της ερευνητικής ματιάς τον γοητεύει τόσο, ώστε ν’ αποφεύγει κάθε φορά να παίζει με τις ευκολίες του. Ο Γιώργος Χριστοδούλου μηδενίζει σε κάθε νέα του συνεργασία και προσπαθεί να μέμφεται καλλιτεχνικά τον εαυτό του, όταν αντιλαμβάνεται πως κάνει κάτι για το οποίο έχει συνηθίσει.
Από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, και δικαίως υποψήφιος για βραβείο Χορν στο παρελθόν, δεν είναι τυχαίο ότι από πολύ νωρίς στην καριέρα του βρέθηκε πρωταγωνιστής στις δουλειές του Στάθη Λιβαθινού.
Το τέλος της φετινής σεζόν τον βρίσκει χαρούμενο για τη συμμετοχή του στους “Πόθους κάτω από τις Λεύκες”, που αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες φετινές επιτυχίες της σεζόν. Απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού θεάτρου, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει την υποκριτική στα 12-13, γιατί όταν έβλεπε ταινίες συνήθως ξεχνούσε τη δράση και την υπόθεση του έργου, αλλά παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή τους ηθοποιούς. Η αποκάλυψη του, μάλιστα, για τον δρόμο, που θ’ ακολουθούσε έγινε στον φωταγωγό του σπιτιού του, όπου συνομιλούσε τα μεσημέρια με τον καλύτερο του φίλο! Εκείνος του πρότεινε να πάει σε θεατρική ομάδα και έτσι το νερό μπήκε στο αυλάκι…
“Ακόμα εξακολουθώ να αναρωτιέμαι τι είναι υποκριτική. Σε κάθε καινούρια δουλειά βρίσκω ένα κομμάτι το οποίο αναθεωρείται εύκολα από την επόμενη. Όλα όσα θεωρώ σίγουρα κομμάτια αλλάζουν και αναθεωρούνται όπως αλλάζω κι εγώ μεγαλώνοντας. Ζω σε μία διαρκή ρευστότητα στη δουλειά μου, κι αυτό το αντιλαμβάνομαι ως ευλογία”, αναφέρει χαρακτηριστικά στο All4fun. Eυλογημένος ως “Ήμπεν”, μια δαιδαλώδη προσωπικότητα με αχαρτογράφητες επιθυμίες, σημειώνει για τον χαρακτήρα του: “Θέλει, ποθεί αλλά δεν γνωρίζει τί είναι αυτό που ποθεί, πως το λένε. Τον πόθο του τον ονομάζει “κτήμα”, “εκδίκηση για την πεθαμένη μητέρα του” και πολλά ακόμα. Φτάνει στο θάνατο για να καταλάβει -αργά πια- ότι το μόνο που ποθεί είναι να αγαπηθεί και να αγαπήσει. Να δοθεί και “να τα μοιραστεί όλα…” όπως λέει στο τέλος”.
Σχετικά με την παρουσία στους “Πόθους κάτω από τις λεύκες” σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα, σημειώνει: “Είναι μια παράσταση τελείως διαφορετική απ’ όσες έχω συμμετάσχει ως τώρα και γι αυτό νιώθω πολύ τυχερός. Ήρθα σε επαφή με τις κλασικές αξίες την υποκριτικής και του θεάτρου κι αυτό το αντιλαμβάνομαι ως ένα ακόμη όπλο που μου δόθηκε στη φαρέτρα μου. Ο Αντώνης Αντύπας πρώτα απ’ όλα σεβάστηκε την έμπνευση του συγγραφέα. Συνομίλησε επί της ουσίας μαζί του. Δεν προσπάθησε να τον υπονομεύσει, να τον ακυρώσει, να φανεί πιο έξυπνος απ’ αυτόν. H ανταπόκριση του κοινού ως τώρα είναι εξαιρετική! Έχω την χαρά να παίζω σε μία ιστορική θεατρική σκηνή, με γεμάτη πλατεία και πολλούς από τους θεατές μας να φωνάζουν “μπράβο” στο τέλος της παράστασης. Πάνω στη σκηνή έχω την τύχη να συμπράττω με εξίσου σπουδαίους καλλιτέχνες. Τη Μαρία Κίτσου που εκτιμώ και ένιωθα εξ αρχής πολύ μεγάλο ενθουσιασμό που θα δουλέψουμε μαζί. Τον Γιώργο Κέντρο που νιώθω πολύ χαρούμενος που τον γνώρισα. Μου δίνει έμπνευση η στάση του. Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος και ο Νίκος Γιαλελής είναι τα αδέρφια μου στο έργο. Είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι κι απολαμβάνω κάθε δευτερόλεπτο μαζί τους πάνω στη σκηνή”.
Μετρώντας ήδη μια συνσκηνοθεσία με τον Γεράσιμο Μιχελή στον “Μικρό Χίτλερ”, που συνεχίστηκε φέτος για δεύτερη σεζόν στο Θέατρο του Νέου Κόσμου άρχισε να σκέφτεται πως μελλοντικά η σκηνοθεσία μπορεί να τον απασχολήσει περισσότερο. Οπως και η συγγραφή θεατρικών έργων, αφού γράφει συνεχώς, έστω και αν τα πιο πολλά βρίσκονται κάπου στο συρτάρι του ατελή.Τον προσεχή Σεπτέμβριο θα βγει στις αίθουσες και η πρώτη του κινηματογραφική ταινία “Επαφή” σε σκηνοθεσία Τώνη Λυκουρέση, ενώ προσμένει και το τηλεοπτικό του ντεμπούτο σε σειρές, οι οποίος βέβαια θ’ ανταποκρίνονται στις καλλιτεχνικές του απαιτήσεις.
* Είμαι από εκείνες τις περιπτώσεις ηθοποιών που τους κατέλαβε το μικρόβιο της υποκριτικής από πολύ νωρίς. Δεν θυμάμαι πως ακριβώς προέκυψαν τα πράγματα. Δεν είχα δει πολύ θέατρο. Θυμάμαι μόνο ότι κάποια στιγμή αναρωτήθηκα για το τι ακριβώς είναι αυτή η δουλειά. Ήμουν δώδεκα-δεκατριών χρονών και βλέποντας ηθοποιούς σε ταινίες έλεγα “τώρα τι κάνουν αυτοί; Τι είναι αυτό;” Προφανώς δεν συμβαίνει συχνά σε ένα παιδί να αποστασιοποιείται βλέποντας μια ταινία και να αναρωτιέται για την δουλειά των ηθοποιών, ξεχνώντας την ταινία. Εμένα μου συνέβη. Θυμάμαι πολύ καλά την στιγμή που είπα στον καλύτερο μου φίλο πως θέλω να γίνω ηθοποιός. Μάλλον είναι μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου εντέλει, γι’ αυτό ίσως τη θυμάμαι τόσο έντονα. Μέναμε μεσοτοιχία στον ίδιο όροφο και τα μεσημέρια τα λέγαμε από το παράθυρο του φωταγωγού. Του είπα πως θέλω να γίνω ηθοποιός κι αυτός μου πρότεινε να πάω σε μία θεατρική ομάδα για παιδιά που ήξερε. Αυτό ήταν. Είχε μπει το νερό στ’ αυλάκι.
* Από τότε που αναρωτήθηκα ως παιδί για το τί είναι η υποκριτική, εξακολουθώ να αναρωτιέμαι. Σε κάθε καινούρια δουλειά βρίσκω ένα κομμάτι το οποίο αναθεωρείται εύκολα από την επόμενη. Όλα όσα θεωρώ σίγουρα κομμάτια αλλάζουν και αναθεωρούνται όπως αλλάζω κι εγώ μεγαλώνοντας. Ζω σε μία διαρκή ρευστότητα στη δουλειά μου, κι αυτό το αντιλαμβάνομαι ως ευλογία. Μηδενίζω σε κάθε νέα συνεργασία και μέμφομαι τον εαυτό μου καλλιτεχνικά όταν κάνω κάτι που έχω συνηθίσει. Μισώ τις συνθήκες που μου επιβάλλουν να παίζω με τις ευκολίες μου. Είναι τόσο αβάσταχτα βαρετό. Κι αν μη τι άλλο η γοητεία που μου ασκεί αυτή η δουλειά είναι η γοητεία της περιπέτειας. Στέκομαι με ερευνητική ματιά απέναντι στην υποκριτική και τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτήν. Και κάθε φορά που δημιουργώ μέσα μου ένα θέσφατο, αυτόματα γελάω με δέκα στόματα για το πόσο εύκολα θα το καταρρίψω στην συνέχεια….ευτυχώς.
* Ένας ηθοποιός βρίσκεται μόνιμα σε κρίση. Ένας ηθοποιός παλεύει να πείσει το κράτος και την κοινωνία πως αυτό που κάνει είναι μια κανονική δουλειά σαν όλες τις άλλες και πρέπει να αμείβεται. Οι οικονομικές δυσκολίες και οι επαγγελματικές ταλαιπωρίες στη δουλειά μας δεν είναι φαινόμενο της λεγόμενης κρίσης των τελευταίων χρόνων. Στη δουλειά μας η κρίση ήταν και είναι καθεστώς δυστυχώς. Κι αυτή την κρίση ο ηθοποιός την αντιμετωπίζει κάνοντας άλλες δουλειές από το αντικείμενο του ή κάνοντας πολλές καλλιτεχνικές “μικροδουλειές” που ίσως του αποφέρουν λίγα χρήματα. Και λέω “μικροδουλειές” γιατί στις περισσότερες απ’ αυτές δεν πληρώνεται για τις πρόβες, με ποσοστά επί των κερδών και πολλές φορές έχοντας βάλει και λεφτά από την τσέπη του.
* Δεν πιστεύω πως η τέχνη μπορεί να δώσει απαντήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα. Δεν είμαι σίγουρος αν μπορεί να δώσει έστω κι ερεθίσματα για απαντήσεις. Η κρίση έγινε καλλιτεχνικά κλισέ. Αντιμετωπίστηκε από τους καλλιτέχνες ως μια φλέγουσα επικαιρότητα που είναι πιασάρικη. Αισθάνομαι ότι το κοινό αποστρέφει το βλέμμα του πια απ αυτό. Ίσως είναι καιρός τώρα που έκατσαν λίγο μέσα μας τα πράγματα, να μιλήσουμε πιο ουσιαστικά γι αυτά που μας συμβαίνουν. Για να μιλήσουμε εποικοδομητικά για την κρίση ίσως πρέπει να την αντικρίσουμε μέσω μιας άλλης οπτικής, λιγότερο επικαιρικής, πιο βαθειάς, πιο πυρηνικής, πιο διαχρονικής και πανανθρώπινης και όχι ως μια εθνική κατάρα που βασανίζει το λαό μας.
* Οι “Πόθοι κάτω από τις λεύκες” στο Εθνικό, είναι μια παράσταση τελείως διαφορετική απ’ όσες έχω συμμετάσχει ως τώρα και γι αυτό νιώθω πολύ τυχερός. Ήρθα σε επαφή με τις κλασικές αξίες την υποκριτικής και του θεάτρου κι αυτό το αντιλαμβάνομαι ως ένα ακόμη όπλο που μου δόθηκε στη φαρέτρα μου. Ο ρόλος που παίζω, ο Ήμπεν, είναι μια δαιδαλώδης προσωπικότητα, με τις επιθυμίες του αχαρτογράφητες. Θέλει, ποθεί αλλά δεν γνωρίζει τί είναι αυτό που ποθεί, πως το λένε. Τον πόθο του τον ονομάζει “κτήμα”, “εκδίκηση για την πεθαμένη μητέρα του” και πολλά ακόμα. Φτάνει στο θάνατο για να καταλάβει -αργά πια- ότι το μόνο που ποθεί είναι να αγαπηθεί και να αγαπήσει. Να δοθεί και “να τα μοιραστεί όλα…” όπως λέει στο τέλος.
* Δεν ξέρω τι θα δει ο κόσμος που θα έρθει στην παράσταση. Σίγουρά ωστόσο δεν θα δει μία παράσταση που αντιμετώπισε τον συγγραφέα ως γκεστ σταρ. Ο Αντώνης Αντύπας πρώτα απ’ όλα σεβάστηκε την έμπνευση του συγγραφέα. Συνομίλησε επί της ουσίας μαζί του. Δεν προσπάθησε να τον υπονομεύσει, να τον ακυρώσει, να φανεί πιο έξυπνος απ αυτόν. Με άλλα λόγια η μεγαλύτερη αρετή της παράστασης είναι ότι δεν είναι δήθεν και για μένα προσωπικά είναι μια σπουδαία αρετή αυτή.
* H ανταπόκριση του κοινού ως τώρα είναι εξαιρετική! Έχω την χαρά να παίζω σε μία ιστορική θεατρική σκηνή, με γεμάτη πλατεία και πολλούς από τους θεατές μας να φωνάζουν “μπράβο” στο τέλος της παράστασης. Θα έλεγα σε κάποιον να έρθει να δει την παράσταση, αν θέλει να ακούσει μια όμορφη, τραγική και διαχρονική ιστορία χωρίς νοθείες, με καλλιτεχνική αμεσότητα και όχι μέσω Λαμίας. Και θα του πρότεινα να έρθει να τη δει αθώα. Ας αφήσει έξω τις προκαταλήψεις του για το τι είναι καινούριο και τι παλιό. Η παράσταση μας είναι αθώα. Δεν προσπαθεί να σε καψουρέψει με στρατηγικές και τερτίπια. Σέβεται και τιμά την συνάντηση μας. Δεν στέκεται στιγμή αφ’ υψηλού.
* Με τον κύριο Αντύπα δεν γνωριζόμασταν προσωπικά πριν από αυτήν τη συνεργασία. Μετά την πρώτη μας επαφή, για αρκετό καιρό πίναμε κάποια πρωινά καφέ στο νομισματικό μουσείο και τα λέγαμε. Είναι ένας άνθρωπος με πολύ κοφτερή ματιά. Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να μου πει κάποια πράγματα για μένα, που μου φαινόταν πραγματικά αδιανόητο το πως τα είχε συναισθανθεί τόσο γρήγορα. Ο Αντώνης Αντύπας είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού θεάτρου και δεν μπορώ να μην αναφέρω πως γνωρίζω ότι υπήρξε και ένας σπουδαίος επιχειρηματίας, που σεβάστηκε όσο λίγοι την δουλειά των ηθοποιών. Από τη άλλη πλευρά, το κοινό τον αγαπάει πολύ. Το απέδειξε και φέτος με τους “Πόθους κάτω απο τις λεύκες”. Ένας σκηνοθέτης που συνεργάστηκε με την αφρόκρεμα της υποκριτικής, που ανέδειξε νέους ηθοποιούς και άφησε ιστορία με τις παραστάσεις του.
* Πάνω στη σκηνή έχω την τύχη να συμπράττω με εξίσου σπουδαίους καλλιτέχνες. Τη Μαρία Κίτσου που εκτιμώ και ένιωθα εξ αρχής πολύ μεγάλο ενθουσιασμό που θα δουλέψουμε μαζί. Τον Γιώργο Κέντρο που νιώθω πολύ χαρούμενος που τον γνώρισα. Αυτός ο ηθοποιός, με τα τόσα χιλιόμετρα πάνω στη σκηνή μου έκανε τρομερή εντύπωση! Δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο. Δεν δήλωσε ποτέ με τις πράξεις του “ααα..εγώ είμαι παλιά καραβάνα ξέρω εκ των προταίρων..” . Όχι. Ήταν εκεί και ψηλαφούσε το έργο με την ίδια αθωότητα και τον ίδιο ζήλο που θα είχε ένας ηθοποιός που μόλις τελείωσε. Μου δίνει έμπνευση η στάση του. Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος και ο Νίκος Γιαλελής είναι τα αδέρφια μου στο έργο. Είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι κι απολαμβάνω κάθε δευτερόλεπτο μαζί τους πάνω στη σκηνή.
* Δεν μπορώ να μην πω για τα παιδιά που συμμετέχουν στη σκηνή της γιορτής που υπάρχει στο έργο. Μια από τις πιο όμορφες σκηνές της παράστασης. Είναι κατά βάση παιδιά που μόλις τελείωσαν τη σχολή, μαζί με τον εξαιρετικό βιολιστή μας τον Κώστα Λώλο, με εξασκημένα σώματα, με πνεύμα και μυαλό σε ετοιμότητα να δεχτούν ερεθίσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί εξ’ αυτών, ενώ παίζουν μόνο σε μια σκηνή του έργου, κάθονται από το πρώτο λεπτό στις κουίντες και παρακολουθούν όλη την παράσταση ξανά και ξανά από την πρώτη μέρα.
* Κάποιοι ηθοποιοί τελειώνοντας τη σχολή θέλουν να φύγουν από κει μέσα και να μην ξαναπατήσουν. Τινάζουν και τα ρούχα τους που λένε. Μπορώ να καταλάβω γιατί. Εγώ ανήκω στην άλλη κατηγορία που πιστεύω πως υπάρχει, εκείνων των ηθοποιών που η σχολή ήταν γι αυτούς μια ευτυχισμένη περίοδος. Ένας πολύ όμορφος πυρετός. Μια περίοδος με πολύ έντονα συναισθήματα και πάθη. Η δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ήταν λίγο σαν τον έρωτα. Έντονη επιθυμία, έντονη διεκδίκηση, δημιουργικότητα, τσακωμοί, τρυφερότητες, όνειρα, βαρεμάρα, απογοητεύσεις… ζενίθ και ναδίρ σε ακανόνιστες εναλλαγές. Παρ’ όλα αυτά δεν μου λείπει η σχολή, όσο κι αν γλυκαίνει το μέσα μου αναπολώντας την. Η σχολή είναι κουκούλι. Κανείς δεν γυρίζει στο κουκούλι του όταν βγει απ’ αυτό.
* Το να τύχει να δουλέψεις μετά με κάποιον συμμαθητή σου έχει πολύ πλάκα. Ειδικά όταν είσαι σε μία συνθήκη όπου δεν γνωρίζεις κανέναν άλλο από τους υπόλοιπους συντελεστές. Ξαφνικά αποκτάς σχέση σχεδόν συγγενική. Μια συμμαχία έκτακτης ανάγκης απέναντι στο φόβο του αγνώστου. Αυτό το υπέροχο πράγμα που θα κοιτάξεις τον άλλο και δεν θα χρειαστεί να πεις κουβέντα για τα δρώμενα. Με τον Γιάννη Παναγόπουλο ήμασταν συμμαθητές και έτυχε να δουλέψουμε μαζί σε δύο παραστάσεις. Εύχομαι να μας ξανασυμβεί.
* Κάπου κοντά στον Σεπτέμβρη θα βγει στις αίθουσες η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους στην οποία συμμετέχω. Λέγεται “Επαφή” σε σκηνοθεσία του Τώνη Λυκουρέση. Την κάμερα την είχα από φόβο αλλά ευτυχώς πήρα το βάπτισμα του πυρός από ανθρώπους που ξέρουν την δουλειά τους κι αυτό με έκανε να νιώσω ασφαλής και να θέλω να ξαναδοκιμαστώ στον κινηματογράφο.
* Τηλεοπτικά δεν έχω κάνει τίποτα ως τώρα. Νιώθω ωστόσο ότι στο μέλλον θα γίνουν πολύ ωραία πράγματα στην τηλεόραση. Προαίσθημα; Ελπίδα; Δεν ξέρω…Στο εξωτερικό πάντως το πάνε καλά το πράγμα και ίσως αυτό να μην αργήσει να επηρεάσει και την ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα. Όταν οι περισσότεροι παρακολουθούν φανατικά μόνο ξένες σειρές στο διαδίκτυο, δεν μπορεί αυτό να μην το λάβουν υπ’ όψιν τους οι ιθύνοντες, όσον αφορά στη συνταγή της επιτυχίας.
* Γράφω πολύ. Έχω στο συρτάρι μου πάρα πολλά θεατρικά έργα και σενάρια. Τα περισσότερα ατελή. Αυτές τις προσπάθειες μου τις αντιλαμβάνομαι ως εξάσκηση για να καταφέρω κάποια στιγμή να γράψω κάτι που θα με ικανοποιεί τόσο ώστε να προσπαθήσω να το προωθήσω για ν’ ανέβει.* Σκηνοθετικά, η πρώτη μου ουσιαστική απόπειρα, ήταν πέρυσι με τον “Μικρό Χίτλερ” σε συνεργασία με τον Γεράσιμο Μιχελή. Μια δουλειά σταθμός για μένα, για πολλούς λόγους. Ο “Μικρός Χίτλερ” παίχτηκε για δύο χρονιές και η απρόσμενη επιτυχία του με ενθαρρύνει να σχεδιάζω καινούρια πράγματα για το μέλλον, ίσως αμιγώς από το πόστο του σκηνοθέτη.
* Τραγουδάω και χορεύω επαρκώς, αν δεν μου έχουν πει ψέματα αυτοί που ξέρουν. Δεν έχω βρει τεράστιες δυσκολίες όταν μου έχει ζητηθεί κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά δίνω πολύ μεγάλη σημασία στην κίνηση σε σχέση με την υποκριτική. Τα τελευταία χρόνια ψάχνω την αφετηρία μου στη σωματικότητα όταν δουλεύω πάνω σε ένα ρόλο. Συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο τη θεωρία ότι το σώμα μπορεί να ξεκλειδώσει η να κλειδώσει πτυχές ενός ρόλου. Σε καμία περίπτωση δεν μιλάω για το εξωτερικό οπτικό αποτέλεσμα. Μιλάω καθαρά για μια εσωτερική διαδικασία υποκριτικής. Υπάρχουν φορές που έχοντας μια σωματική στάση δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη με οργανικότητα και αλλάζοντας με μια κίνηση το σώμα μου να λειτουργούν όλα αβίαστα.
* Δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω τις συνεργασίες μου με τον Στάθη Λιβαθινό τον οποίο τον θεωρώ μεγάλο μου δάσκαλο κι ας μην τον είχα στη σχολή. Η Ιλιάδα αναπόφευκτα είναι μια δουλειά που ξεχωρίζω και αγαπώ πολύ. Εξαιτίας του κειμένου, της πολύμηνης προετοιμασίας, των παραστάσεων σε όλο τον κόσμο. Ήταν σχολείο, στρατιωτική θητεία, μεταπτυχιακό. Μια εμπειρία ζωής θα έλεγα, χωρίς να θέλω να φανώ υπερβολικός. Η “Σφαγή των Παρισίων” στην οποία συμμετείχα πέρυσι στο φεστιβάλ Αθηνών είναι μια δουλειά που μου ενέτεινε ακόμα πιο πολύ την επιθυμία να δουλέψω πάνω σε κείμενα του ελισσαβετιανου θεάτρου που δεν είχε τύχει να δουλέψω ως τότε. Ο Χρήστος Θεοδωρίδης και η “ορχήστρα των μικρών πραγμάτων” είναι μια ομάδα που θα πόνταρα αβίαστα τις μετοχές μου. Πιστεύω πως έχουν γίνει και θα γίνουν εξαιρετικά πράγματα απ’ αυτούς…”Η ορχήστρα για μεγάλα πράγματα” όπως έγραψε ένας κριτικός πέρυσι.
* Την υποψηφιότητα μου για το βραβείο Χορν όταν έπαιξα τον Ερωτόκριτο, την αντιμετώπισα σαν μία γλυκιά φιλοφρόνηση. Και είμαι αρκετά ανασφαλής, ώστε να με γοητεύουν οι φιλοφρονήσεις. Δεν θα πω ψέματα.
* Η Αθήνα όσο μεγαλώνω μ’ αρέσει όλο και πιο πολύ, με τα καλά της και τα στραβά της. Την αντιλαμβάνομαι σαν μια μεγάλη κυρία με πολλά κουσούρια που της αξίζει σεβασμός κι αγάπη.
* Το All4fun με πρόσεξε από τα πολύ πρώτα μου βήματα, οπότε έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Εξακολουθεί να δίνει βήμα σε νέους ηθοποιούς και γενικά είναι πεντακάθαρο στα μάτια μου πως ασχολείται με το θέατρο και τις τέχνες πρώτα απ’ όλα από πραγματική αγάπη.
& Αναλυτικές λεπτομέρειες για τους “Πόθους κάτω από τις λεύκες” ακολουθούν στον εξής σύνδεσμο: http://www.all4fun.gr/fun/theater/14255-q-q-.html
Toυ Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 23/3/2017