9.6 C
Athens
Τετάρτη, 19 Φεβρουαρίου, 2025

Το πρόσωπο της εβδομάδας: Νικορέστης Χανιωτάκης – Ηθοποιός / Σκηνοθέτης

Αρχικά μπερδεύεσαι για το πώς πρέπει να τον πρωτοχαρακτηρίσεις. Περισσότερο ηθοποιό, περισσότερο σκηνοθέτη, και τα δύο εξίσου; Ή μήπως επίσης ψυχολόγο και αθλητικό συντάκτη; 
 
Και αυτό από τη στιγμή που μέσα σε όλα ο Νικορέστης Χανιωτάκης εκτός από υποκριτική, σκηνοθεσία έχει προλάβει να σπουδάσει ψυχολογία και αθλητική δημοσιογραφία, την οποία μάλιστα εξάσκησε για τρία χρόνια.
 
Ξαφνικά, όμως, έφτασε ένα πρωί στην Sportday όπου δούλευε και πήρε την απόφαση, η οποία έμελλε να σηματοδοτήσει τη μετέπειτα πορεία του. Και η είσοδος στο θέατρο Τέχνης ήταν μάλλον μια λογική εξέλιξη.
 
Όλα όμως, με τα οποία έχει ασχοληθεί ή πρόκειται ν’ ασχοληθεί στο μέλλον έχουν μια κοινή συνισταμένη, όπως παραδέχεται στο All4fun: 

«Πάντοτε μου άρεσε και εξακολουθεί να με ιντριγκάρει να γίνομαι μέλος συνόλων. Αν και λένε ότι το θέατρο είναι ένας μοναχικός δρόμος, έχω την εντύπωση ότι μόνο μαζί με άλλους μπορείς να γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου, να εξελιχθείς και να φτάσεις σε πιο ολοκληρωμένα πράγματα».

Αυτή η σεζόν τον βρίσκει να συνεχίζει στη σειρά “THE DURRELLS”, η οποία προβάλλεται στο αγγλικό ITV και στην Cosmote TV, να παίζει ως αντικαταστάτης του Γιώργου Χρανιώτη στο Funga, το οποίο συνεχίζεται στη Θεσσαλονίκη σε δική του σκηνοθεσία, ενώ μόλις την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησε το Ολεάννα στο Olvio πάλι σε δική του σκηνοθεσία: «Την “Ολεάννα” μου την έριξε στο τραπέζι ως ιδέα η Κατερίνα Παπουτσάκη. Εγώ γνώριζα καλά το συγκεκριμένο έργο από την Δραματική Σχολή,, μου “ξύπνησε” αμέσως πολύ έντονα συναισθήματα και η απόφαση να το ανεβάσουμε μαζί πάρθηκε σχεδόν αμέσως. Ο Ντέιβιντ Μάμετ βρίσκεται ανάμεσα στους αγαπημένους μου σύγχρονους συγγραφείς μαζί με τον Πίντερ, τον Ουίλιαμς και τον ΜακΝτόνα. Ερχόμενος κάποιος στο θέατρο Olvio για την “Ολεάννα” θα δει ουσιαστικά έναν αγώνα για εξουσία, μία “μάχη”, κυρίως λεκτική αλλά και… σωματική. Ένα γλωσσικό “πινγκ-πονγκ” που οδηγεί στα άκρα…»
 
Οσο για το «“4 λεπτά & 12 δευτερόλεπτα”, που συνεχίζεται στο “Θησείον-Ένα θέατρο για τις Τέχνες” αναφέρει: «Είμαι υπερήφανος όχι μόνο για το αποτέλεσμα, αλλά κυρίως για την διαδικασία. Το κείμενο του Τζέιμς Φριτς έπεσε στα χέρια μου ένα ανοιξιάτικο πρωινό στην βιβλιοθήκη του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου, το “ερωτεύτηκα” από το εξώφυλλο κιόλας, μοιράστηκα την σκέψη μου με τον Γεράσιμο Σκαφίδα και στην πρώτη μας συν-σκηνοθεσία αισθανθήκαμε και οι δύο πολύ δημιουργικοί.  Δημιουργήσαμε μία “χειροποίητη” παράσταση,  απευθυνόμενοι κυρίως στους εφήβους και στους γονείς. Η ενασχόλησή μας με το θέατρο για νέους/εφήβους έχει ξεκινήσει εδώ και πέντε χρόνια και μας γεμίζει με συγκίνηση, χαρά και ευθύνη…»
 
* Η υποκριτική προέκυψε… τυχαία. Δεν είχα ούτε το μικρόβιο (κανείς στην οικογένειά μου δεν είχε ασχοληθεί ποτέ επαγγελματικά με κάτι καλλιτεχνικό), ούτε μου είπε ποτέ κανείς να σπουδάσω κάτι σχετικό με το θέατρο. Η μητέρα μου αγαπάει το θέατρο και πηγαίναμε συχνά μαζί σε παραστάσεις. Ουσιαστικά όμως η ιδέα μου καρφώθηκε ένα… αυγουστιάτικο βράδυ στο Ρέθυμνο το 1997. Είχαμε πάει στην Φορτέτζα να δούμε τους “Όρνιθες” από το Θέατρο Τέχνης στην αναβίωση της ιστορικής παράστασης του Καρόλου Κουν. Στην “επίθεση” των πουλιών αισθάνθηκα τέτοια αίσθηση ελευθερίας που είπα: “μια μέρα θέλω να παίξω κι εγώ σαν αυτά τα πουλιά”. Πως τα φέρνει η ζωή… 
 
* Μετά από ακριβώς 11 χρόνια (2008), όταν ήμουν πρωτοετής μαθητής στην Δραματική Σχολή του Τέχνης, ο Διαγόρας Χρονόπουλος με επιλέγει να γίνω μέλος του Χορού στην ίδια παράσταση! Το ότι μπήκα πάντως στο Τέχνης το οφείλω στην δασκάλα μου, κυρία Σοφία Κακκαρελίδου, η οποία μέχρι και σήμερα ξέρει πως να με συνετίζει και να μου δείχνει όμορφους θεατρικούς “δρόμους”. 
* Η ανάγκη της σκηνοθεσίας μου δημιουργήθηκε κατόπιν δοκιμής. Μία νεανική θεατρική ομάδα η αποτελείτο από αποφοίτους του Λυκείου στο οποίο μαθήτευσα μου πρότειναν να σκηνοθετήσω τα “Παντρολογήματα” του Γκόγκολ επειδή “είχα πλάκα” όπως είπαν. Δεκαεννέα ετών τότε, δεν είχα την ωριμότητα να αρνηθώ και τελικά… μου άρεσε πολύ. Περίμενα, λοιπόν, την κατάλληλη ευκαιρία και αφού αποφοίτησα από το Τέχνης, μετακόμισα στο Λονδίνο για να κάνω το μεταπτυχιακό μου στην σκηνοθεσία.
* Προσωπικά θεωρώ την υποκριτική μία αυτοψυχαναλυτική μέθοδο η οποία αν πετύχει οδηγεί σε μία μυστικιστική ομαδική συνεδρία. Ανακαλύπτεις και διευρύνεις τα όρια της προσωπικότητάς σου και ταυτόχρονα προτείνεις στον θεατή να αντιμετωπίσει την δική του τραγικότητα μέσα από τα μάτια των θεατρικών ηρώων. Πιστεύω όμως ότι, πέρα από όλα αυτά, είναι κι ένα παιχνίδι και μάλιστα πολύ διασκεδαστικό. 
* Από την άλλη η σκηνοθεσία για μένα είναι διάλογος. Μία απλή μα και πολύπλευρη μορφή επικοινωνίας. Σε αυτήν η φαντασία βρίσκει τον καλύτερο σύμμαχό της. Σε πρακτικό επίπεδο, βεβαίως, σημαίνει και ευθύνη, διαχείριση προσωπικοτήτων, συντονισμός, να μπορείς να δείξεις εμπιστοσύνη και να την κερδίζεις από τους συνεργάτες σου. 
* Eνας νέος καλλιτέχνης αντιμετωπίζει την κρίση κατά μέτωπο! Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι λένε ότι το πρώτο βήμα για να ξεπεράσεις ένα οποιοδήποτε πρόβλημα είναι να παραδεχτείς ότι… υπάρχει πρόβλημα. Το δεύτερο βήμα είναι να το μοιραστείς με κάποιον άλλον ώστε να γίνει αντιμετωπίσιμο. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ, δίχως να χάνω την πίστη μου για ένα καλύτερο “αύριο”. Η πλειοψηφία των καλλιτεχνών ανέκαθεν αντιμετώπιζε οικονομική αστάθεια και ανασφάλεια. Οπότε, θα έλεγα ότι, δυστυχώς, η κρίση έφερε τα άλλα επαγγέλματα πιο κοντά στους καλλιτέχνες…
 
* Η Τέχνη μπορεί να καυτηριάσει, να ασκήσει κριτική, να ερεθίσει, να αποτελέσει μια διέξοδο, να δείξει πιθανούς νέους δρόμους στους Έλληνες, αλλά όχι να δώσει απαντήσεις. Αναλόγως με τα βιώματα και τις προσλαμβάνουσες του καθενός μας, η τέχνη “μιλάει” για μια μορφή της πραγματικότητας είτε σε μεγέθυνση, είτε σε σμίκρυνση κι από εκεί και πέρα ο θεατής καταλήγει στις δικές του απαντήσεις. 
* Από την στιγμή που σπούδασα και ασκώ και τα δύο, θεωρώ τον εαυτό μου τόσο ηθοποιό όσο και σκηνοθέτη. Βεβαίως, κάθε φορά επικρατεί μία από τις δύο ιδιότητες. Αποφεύγω, από άποψη, να σκηνοθετώ τον εαυτό μου. Προτιμώ να το κάνουν άλλοι, καλύτεροι από μένα. Πάντως, επειδή με δυσκολεύει η συγκεκριμένη ερώτηση, θα πω ειλικρινά ότι αυτήν την περίοδο αισθάνομαι περισσότερο ηθοποιός, με την έννοια ότι ένας ολοκληρωμένος σκηνοθέτης οφείλει να γεμίσει εμπειρίες, γνώσεις και να αποκτήσει όλες τις απαραίτητες δεξιότητες διαχείρισης διαφορετικών προσωπικοτήτων προκειμένου να συμπαρασύρει τους γύρω του και να μην χρειαστεί ποτέ να κάνει εκπτώσεις στο έργο του. Κι όλα αυτά απαιτούν χρόνο. 
* Την “Ολεάννα” μου την έριξε στο τραπέζι ως ιδέα η Κατερίνα Παπουτσάκη. Εγώ γνώριζα καλά το συγκεκριμένο έργο από την Δραματική Σχολή, μου “ξύπνησε” αμέσως πολύ έντονα συναισθήματα και η απόφαση να το ανεβάσουμε μαζί πάρθηκε σχεδόν αμέσως. Ο Ντέιβιντ Μάμετ βρίσκεται ανάμεσα στους αγαπημένους μου σύγχρονους συγγραφείς μαζί με τον Πίντερ, τον Ουίλιαμς και τον ΜακΝτόνα. 
* Η επιλογή του Δημήτρη Πετρόπουλου για τον ρόλο του καθηγητή ήταν εξίσου εύκολη για μένα διότι είχαμε ήδη συνεργαστεί δύο φορές κατά το πρόσφατο παρελθόν (“Bull”, “Κουλοχέρης του Σποκέιν”). Χαίρομαι που τόσο οι ηθοποιοί όσο και όλοι οι συντελεστές της παράστασης (Έλλη Λιδορικιώτη, Χριστίνα Θανάσουλα, Γιώργος Περιστέρης, Νατάσα Παπαμιχαήλ, Έμα Μαυρέλη, Παύλος Τόρης) πίστεψαν στο ανέβασμα αυτής της παράστασης. Ερχόμενος κάποιος στο θέατρο Olvio για την “Ολεάννα” θα δει ουσιαστικά έναν αγώνα για εξουσία, μία “μάχη”, κυρίως λεκτική αλλά και… σωματική. Ένα γλωσσικό “πινγκ-πονγκ” που οδηγεί στα άκρα. 
* Αποφεύγω ν’ απαντώ στο “γιατί θα έλεγα σε κάποιον να έρθει”. Μπορώ όμως να μοιραστώ μαζί σας πως αισθάνθηκα στις δύο πρώτες παραστάσεις που παρακολούθησα. Στην αρχή γέλασα (ο Μάμετ έχει ένα πανέξυπνο χιούμορ στην γραφή του), μετά ένιωσα μεγάλη ένταση όταν ο ένας ήρωας έβαζε εμπόδια στην “ευτυχία” του άλλου, έπειτα προβληματίστηκα για το ποιος λέει αλήθεια, ποιος ψέματα και στο τέλος ανακουφίστηκα γιατί είδα ότι όλοι είμαστε ικανοί να πάθουμε και να προξενήσουμε το καλύτερο και το χειρότερο. 
* Οι πρώτες εντυπώσεις του κοινού είναι πάρα πολύ θερμές. Το στοιχείο που γίνεται πιο εύκολα αντιληπτό κι αυτό που παρατηρούμε αμέσως στους θεατές βγαίνοντας από το θέατρο είναι το… σοκ από την τελευταία σκηνή της παράστασης. Όσοι δεν γνωρίζουν το κείμενο δεν περιμένουν τόσο έντονο φινάλε και τους δημιουργείται μεγάλη ένταση. Αν και λίγο… σαδιστικό εκ μέρους μου, απολαμβάνω ιδιαιτέρως την έκπληξή τους. Φυσικά ακούμε και κάποια πράγματα που ο κόσμος θα τα ήθελε λίγο διαφορετικά. Τώρα που η παράσταση κάνει τα πρώτα της βήματα, όλες οι απόψεις είναι πολύ χρήσιμες για εμάς. 
* Για την παράσταση “4 λεπτά & 12 δευτερόλεπτα” στο “θησείον-Ένα θέατρο για τις Τέχνες” είμαι υπερήφανος όχι μόνο για το αποτέλεσμα, αλλά κυρίως για την διαδικασία. Το κείμενο του Τζέιμς Φριτς έπεσε στα χέρια μου ένα ανοιξιάτικο πρωινό στην βιβλιοθήκη του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου, το “ερωτεύτηκα” από το εξώφυλλο κιόλας, μοιράστηκα την σκέψη μου με τον Γεράσιμο Σκαφίδα και στην πρώτη μας συν-σκηνοθεσία αισθανθήκαμε και οι δύο πολύ δημιουργικοί. Σε συνεργασία με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου, Μανόλη Σάρδη, με τέσσερις εξαιρετικούς ηθοποιούς (Μαργαρίτα Βαρλάμου, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Δανάη Επιθυμιάδη, Νικόλας Φουρτζής) και τρεις πολύ σημαντικούς συντελεστές (Βασιλική Σύρμα, Χριστίνα Θανάσουλα, Ειρήνη Στρατηγοπούλου) δημιουργήσαμε μία “χειροποίητη” παράσταση (όλοι οι φωτισμοί και οι ήχοι δημιουργούνται επί σκηνής από τους ίδιους τους ηθοποιούς) απευθυνόμενοι κυρίως στους εφήβους και στους γονείς. Η ενασχόλησή μας με το θέατρο για νέους/εφήβους έχει ξεκινήσει εδώ και πέντε χρόνια και μας γεμίζει με συγκίνηση, χαρά και ευθύνη. 
* Όλες οι συνεργασίες μέχρι τώρα είναι μοναδικές και μου έχουν αφήσει κάτι διαφορετικό. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιες ως ηθοποιός, αυτές θα ήταν οι “Όρνιθες” (Ηρώδειο), ο “Πλούτος” (Επίδαυρος, σκηνοθεσία: Διαγόρας Χρονόπουλος), “Αναζητώντας τον Αττίκ” (Μπάντμιντον, σκηνοθεσία: Σοφία Σπυράτου), “Ποιος την ζωή μου” (Μπάντμιντον, σκηνοθεσία: Θέμης Μουμουλίδης). 
 
*Ως σκηνοθέτης θα έλεγα τον “Κουλοχέρη του Σποκέιν” του Μ. ΜακΝτόνα (τέσσερις σεζόν), τους “Ηλίθιους” του Ν. Σάιμον, τους “Σφήκες” του Αριστοφάνη και την “Fuga” του Ζ. Γκαλθεράν, η οποία μετά από δύο χρόνια στο Olvio κλείνει τον κύκλο της αυτόν τον μήνα στην Θεσσαλονίκη (θέατρο Αθήναιον). Στην “Fuga” είχα την τύχη να συμπράξω με τους ηθοποιούς Αλέξανδρο Μυλωνά, Φαίη Ξυλά, Γιώργο Χρανιώτη, Λεωνίδα Κακούρη, Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο και Μπέτυ Αποστόλου. Η εμπειρία να δουλεύω μαζί τους θα μου μείνει αξέχαστη και είναι πολύ πιθανό η συγκεκριμένη παράσταση να επαναληφθεί στο άμεσο μέλλον. 
 
* Όσο για ρόλους, έργα και συγγραφείς, έχω τις σαφείς προτιμήσεις μου ως αναγνώστης και θεατής αλλά δεν φαντασιώνομαι τίποτα για το μέλλον. Η ιδιοσυγκρασία μου δεν είναι του τύπου “Αχ, ονειρεύομαι κάποτε να παίξω τον Άμλετ ή πόσο θα ‘θελα να σκηνοθετήσω Μήδεια στην Επίδαυρο”. Όλα πηγάζουν από εμάς, από το πώς αισθανόμαστε σε κάθε περίοδο της ζωής μας. Γι’ αυτό και, ανά διαστήματα, είναι διαφορετικά αυτά που θέλουμε να επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας.     
 
* Μπαίνεις σε μια δραματική σχολή, έχοντας νωπά τα ακούσματα των δικών σου ανθρώπων στο σχολείο, στο σπίτι και αλλού που σου έλεγαν “εσύ, πρέπει να γίνεις ηθοποιός, το ‘χεις”. Στην αρχή λοιπόν αισθάνεσαι “Θεός”, νιώθεις ότι είσαι ο καλύτερος ηθοποιός του κόσμου που απλώς πρέπει να περάσεις από μία σχολή για να το δουν κι άλλοι. Φευ! Αυτή η ιδέα σου φεύγει από την πρώτη κιόλας ώρα στην σχολή. Μετά από τρία χρόνια καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι στην Τέχνη δεν υπάρχει καλύτερος και χειρότερος. Όπως και στον αθλητισμό, υπάρχει αυτός που μπορεί απλώς να προσφέρει περισσότερα σε κάτι συγκεκριμένο και εκείνος που μπορεί να δώσει περισσότερα σε κάτι άλλο. 
 
* Τα χρόνια στην Σχολή του Θεάτρου Τέχνης θα μου μείνουν αξέχαστα. Προσπάθησα να ζήσω στο έπακρο τούτη την εμπειρία και σε ένα βαθμό θαρρώ ότι το κατάφερα. Το να είσαι καθημερινά τουλάχιστον 7-8 ώρες κλεισμένος σε αίθουσες θεάτρου, χορού, μουσικής με μία συγκεκριμένη ομάδα μαθητών, με τους οποίους σας συνδέει ένας κοινός στόχος, είναι κάτι παραπάνω από γοητευτικό. Θα τολμούσα να πω και συγκινητικό. Μου λείπουν οι στιγμές εκεί και τα μαθήματα με κάποιους καθηγητές που εκτίμησα πάρα πολύ. Για παράδειγμα, δεν ξέρω αν θα μιλούσαμε τώρα μαζί για θέατρο αν δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τον Διαγόρα Χρονόπουλο.  
* Πάντοτε μου άρεσε και εξακολουθεί να με ιντριγκάρει να γίνομαι μέλος συνόλων. Αν και λένε ότι το θέατρο είναι ένας μοναχικός δρόμος, έχω την εντύπωση ότι μόνο μαζί με άλλους μπορείς να γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου, να εξελιχθείς και να φτάσεις σε πιο ολοκληρωμένα πράγματα. 
* Μετά τη σχολή, έχω συνεργαστεί με αρκετούς συμμαθητές μου (Δημήτρης Σταματελόπουλος, Μάνθος Καλαντζής, Δάφνη Ασημακοπούλου, Ελένη Δαφνή, Βερόνικα Δαβάκη, Πάρις Θωμόπουλος, Βένια Σταματιάδη, Μαρία Τζάνη) και κυρίως με τον Γεράσιμο Σκαφίδα. Αφού είχαμε ήδη παίξει τρεις φορές μαζί (“Σήμα Κινδύνου”, “Πλούτος”, “Ο Έλεγχος του Διεθνούς Ταμείου”), αποφασίσαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας στον “Κουλοχέρη του Σποκέιν” του ΜακΝτόνα το 2011 κι έκτοτε δεν σταματήσαμε να δουλεύουμε μαζί. Η επικοινωνία, ο κώδικας και η εμπιστοσύνη που έχουμε αναπτύξει, μέσα από ιδιαιτέρως δύσκολες καταστάσεις, μας έχουν κάνει να αισθανόμαστε ότι με ένα απλό βλέμμα μπορούμε να συνεννοηθούμε είτε εντός, είτε εκτός σκηνής. 
* Την φετινή περίοδο, είχα την χαρά να συμμετέχω στην ταινία του Γιώργου Κορδέλλα “Η Ρόζα της Σμύρνης”, η οποία είχε εξαιρετική απήχηση στο κοινό. Σε γενικές γραμμές, πάντως, με λυπεί ο ελληνικός κινηματογράφος. Καλώς ή κακώς, ο κινηματογράφος χρειάζεται χρηματοδότες και η Πολιτεία δεν στηρίζει οικονομικά τους Έλληνες δημιουργούς. Αποτέλεσμα; Στο ελληνικό κινηματογραφικό τερέν “παίζουν μπάλα” οι γνωστές εταιρίες παραγωγής και διανομής οι οποίες επιλέγουν να στηρίζουν μόνο “εύκολες” χαζοκωμωδίες που με το ζόρι γελάει κανείς. Ίσως γίνομαι σκληρός αλλά αυτή είναι η αλήθεια και με πονάει. Υπάρχουν βέβαια και “φωτεινές εξαιρέσεις”, αλλά κι αυτές παραμένουν… εξαιρέσεις. Από τον διεθνή χώρο μία ταινία θα πω που τα είχε όλα: “La la land”. Μου άρεσε πολύ και το “Φως ανάμεσα στους Ωκεανούς”. 
* Προς το παρόν, δεν έχω μελετήσει, εκτός από τα βασικά, την σκηνοθεσία με κάμερα. Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου οι ταινίες μικρού μήκους (οι περισσότερες κατ’ εμέ είναι ηθικοπλαστικές), οπότε ασχολούμαι μόνο με την θεατρική σκηνοθεσία. 
* Τηλεοπτικά, τα τελευταία δύο χρόνια παίζω στην σειρά “THE DURRELLS”, η οποία προβάλλεται στο αγγλικό ITV και στην Cosmote TV4. Πρόκειται για σειρά εποχής (διαδραματίζεται το 1930) που στο επίκεντρο έχει μία μητέρα, η οποία, μαζί με τα τέσσερα παιδιά της, μετακομίζει από την Αγγλία στην Κέρκυρα λόγω οικονομικών και ενδοοικογενειακών προβλημάτων. Το σενάριο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Από ελληνικής πλευράς, πρωταγωνιστούν ο Γιώργος Καραμίχος, ο Αλέξης Γεωργούλης, η Άννα Σάββα και φέτος θα κάνει νέα είσοδο η Έρρικα Μπίγιου. 
 
* Υποδύομαι έναν νεαρό μοναχό, τον Παύλο, ο οποίος στον 1ο κύκλο της σειράς προσπαθεί να προσαρμόσει την κόρη της οικογένειας στα χριστιανικά πρότυπα και στον 2ο κύκλο έχει ένα διακριτικό συναισθηματικό ειδύλλιο μαζί της. Τον αγαπώ τόσο πολύ τον συγκεκριμένο ρόλο! Η σειρά στην Αγγλία είναι από τις πιο επιτυχημένες όλων των εποχών με αποτέλεσμα να έχουν ξεκινήσει ήδη οι προετοιμασίες για τον 3ο και τον 4ο κύκλο επεισοδίων. Πρόκειται για μία μοναδική εμπειρία, όλοι οι συντελεστές είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες και καλλιτέχνες. 
* Δυστυχώς η ελληνική τηλεόραση περνάει μεγάλη κρίση. Απόδειξη ότι οι περισσότερες σειρές γυρίζονται στην Κύπρο και τα τηλεπαιχνίδια είναι επανεμφανίσεις παλιών “σουξέ”. Έχουμε στερέψει από ιδέες; Ποιος ξέρει; Συγκριτικά με το εξωτερικό είμαστε σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Μόνο οι δύο συνδρομητικές πλατφόρμες έχουν βάλει ψηλά τον πήχη. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, όπως είναι δυο-τρεις κωμικές σειρές που τις αγαπάει πολύ ο κόσμος για αυτό και συνεχίζουν.
* Με τον χορό ασχολήθηκα περισσότερο μπαίνοντας στην Δραματική Σχολή και μετά, όταν συμμετείχα σε πολλές μουσικές παραστάσεις και μιούζικαλ. Την όποια μου βελτίωση την οφείλω κυρίως στην σκηνοθέτη/χορογράφο Σοφία Σπυράτου, με την οποία έχω συνεργαστεί τέσσερις φορές και με βοήθησε πάρα πολύ στην κίνησή μου. Από την άλλη, το κλασσικό τραγούδι υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια στην ζωή μου. Λόγω του ότι παίζω πιάνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οδηγήθηκα με πολύ χαρά προς το κλασσικό τραγούδι με δάσκαλο τον κύριο Ανδρέα Κουλουμπή.
 
* Η αδυναμία μου όμως παραμένει ο αθλητισμός. Από παιδί ήθελα να βρίσκομαι κάπου και να αθλούμαι. Ξεκίνησα με κολύμβηση και κατέληξα στην μεγάλη μου αγάπη, το μπάσκετ. Πέρασα από διάφορες ομάδες (Χανιά, Αιξωνή, Πρωτέας, Δάφνη) αλλά μας “έφαγαν” οι Πανελλήνιες και οι σπουδές, οπότε σταμάτησα. Πλέον παίζω με φίλους με την πρώτη ευκαιρία. 
 
* Παράλληλα με τις σπουδές μου στην Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο αθλητισμός και η καλή σχέση που έχω με το γράψιμο με οδήγησαν στην ανάγκη μου να σπουδάσω αθλητική δημοσιογραφία στο Κέντρο Αθλητικού Ρεπορτάζ. Εκεί γνώρισα τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο, ο οποίος μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω αθλητικός συντάκτης στην SportDay. Για τρία χρόνια εργάστηκα επαγγελματικά στο τμήμα του Διεθνούς Ρεπορτάζ, λόγω του ότι μιλάω αγγλικά και γερμανικά. Εκτός από την υπέροχη ομάδα που δημιουργήσαμε μαζί με άλλους πέντε δημοσιογράφους (ο καθένας μιλούσε και μία διαφορετική ξένη γλώσσα), οι πιο ωραίες εμπειρίες ήταν οι συνεντεύξεις που πήρα από κάποιες σημαντικές προσωπικότητες του παγκόσμιου αθλητισμού (Ότο Ρεχάγκελ, Ντιρκ Νοβίτσκι, Λόταρ Ματέους κ.α.) και οι αποστολές στο εξωτερικό. 
 
* Σταμάτησα μία ωραία πρωία όταν μπήκα στο γραφείο των διευθυντών και τους είπα: “Σας ζητώ συγγνώμη αλλά πρέπει να παραιτηθώ. Πέρασα στο Θέατρο Τέχνης. Θέλω να γίνω ηθοποιός”. Οι διευθυντές έμειναν με το στόμα ανοιχτό! Η εμπειρία της αθλητικής δημοσιογραφίας με βοήθησε κυρίως στην διαχείριση της πίεσης και του άγχους. Η αγωνία και το στρες του δημοσιογράφου που βίωσα είναι δύο φορές μεγαλύτερα από του ηθοποιού. Αν ένας δημοσιογράφος γράψει ή πει κάτι λάθος δημόσια αυτό μένει για πάντα. Το άλλο πρωί δεν μπορεί να τρέχει με ένα στυλό στο χέρι από περίπτερο σε περίπτερο για να το διορθώσει, ούτε να σβήσει τι έχει πει στην κάμερα.
 
* Όσο κι αν δηλώνω “100% Κρητικός”, η Αθήνα είναι η πόλη μου. Εδώ γεννήθηκα κι εδώ έχω ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Την αγαπάω, λοιπόν, με τα καλά και τα “στραβά” της. Το αχανές γκρίζο, οι κακαίσθητες πολυκατοικίες, οι απαράδεκτοι δρόμοι με τα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, τα πολυάριθμα αδέσποτα ζωάκια που εγκαταλείπονται χωρίς φροντίδα, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που με απογοητεύουν στην πρωτεύουσα. Για αυτό ίσως την προτιμώ όταν φοράει τα “καλά της” την νύχτα και ειδικά τις ημέρες των Χριστουγέννων. 
* Μου αρέσουν, όμως, πολύ οι ιστορίες που κρύβουν οι γειτονιές της, μου αρέσει η ατμόσφαιρα του Θησείου και της Πλάκας, μου αρέσει η κουζίνα της, μου αρέσει που μπορείς κάθε ώρα και στιγμή να φας, να πιεις, να βρεις παρέα, να απολαύσεις ένα έργο τέχνης, μου αρέσουν πολλοί καλλιτέχνες της, μου αρέσουν κάποια σοφά γηρατειά της και η πιο ιστορική ομάδα της…
 
* Μου αρέσει στο All4fun που έχει αγάπη, μεράκι και πολύ θετική διάθεση για όλα του τα θέματα, τις συνεντεύξεις και τα σχόλια. Εκπέμπει ανιδιοτέλεια, σεβασμό και ευγένεια προς τους ανθρώπους για τους οποίους μιλά. Το χαρακτηριστικό που θα ξεχώριζα είναι ότι δίνει βήμα σε νέους ανθρώπους να μιλήσουν για τα έργα τους και δεν στέκεται σε “μαρκίζες” που μπορεί να του φέρουν περισσότερη αναγνωσιμότητα…

& Αναλυτικές πληροφορίες για το “Ολεάννα” ακολουθούν στον σχετικό σύνδεσμο: http://www.all4fun.gr/fun/theater/14388-qq-olvio.html
 
&& Αναλυτικές πληροφορίες για το “”4 λεπτά & 12 δευτερόλεπτα”ακολουθούν στον σχετικό σύνδεσμο: http://all4fun.gr/fun/theater/13745-q-4-a-12-q-.html
 
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 11/2/2017

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα