21 C
Athens
Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου, 2024

To ποίημα της εβδομάδας: “Daddy” της Sylvia Plath

“Μπαμπά”
Δε μου κάνεις, δε μου κάνεις πια
Μαύρη μπότα
Που μέσα της σαν πόδι έχω ζήσει
Τριάντα ολόκληρα χρόνια, αδύναμο, λευκό,
Τρόμαζα να πάρω ανάσα ή να φταρνιστώ.

Μπαμπά, έπρεπε να σε είχα σκοτώσει
Αλλά πέθανες πριν προλάβω–
Ασήκωτος
Μαρμαρωμένος
Τσουβάλι τίγκα με θεό
Κάτωχρο άγαλμα μ’ένα γκρίζο δάκτυλο
Μεγάλο.
Σα φώκια του Φρίσκο.

Κι ένα κεφάλι βουτηγμένο στο φρικιαστικό Ατλαντικό
Εκεί όπου στάζει μούχλα στο κυανό
Εκεί, στα κύματα του ονειρεμένου Ναουσέτ.
Πόσες φορές ευχήθηκα να σε ξαναβρώ.
Ach, du.

Γλώσσα των Γερμανών, πόλη των Πολωνών
Ισοπέδωση με τανκς
Των πολέμων
Των πολέμων
Των πολέμων.
Αλλά το όνομα της πόλης απαράλλακτο.
Ο φίλος μου ο Πολωνός

Λέει, υπάρχουν ντουζίνες, μια- δυο
Και ιδού ο λόγος που δεν μπόρεσα ποτέ να πω
Πού έχωσες το πόδι σου, τη ρίζα σου,
Δεν μπόρεσα ποτέ να σου πω.
Η γλώσσα κόλλησε στον ουρανίσκο.

Μάγκωσε στα συρματοπλέγματα
Ich, ich, ich, ich
Σχεδόν μουγκή.
Σε κάθε Γερμανό αναγνώριζα το πρόσωπό σου.
Και η γλώσσα αισχρή

Μια μηχανή, μια μηχανή
Με κατατρώει σαν Εβραία.
Μια Εβραία στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Κοίτα που μιλάω και σαν Εβραία
Νομίζω πως θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι Εβραία.

Τα χιόνια του Τυρόλ, η διαύγεια στην μπύρα της Βιέννης
Δεν είναι και τόσο αγνά, όχι και τόσο αληθινά.
Με τσιγγάνους προγόνους κι αυτό το παράξενο ριζικό
Και με τις κάρτες μου ταρώ και με τις κάρτες μου ταρώ
Ίσως και να’μαι λίγο Εβραία.

Πάντα σε φοβόμουν,
Με την Luftwaffe σου, τις μαλακίες σου.
Και το εμβληματικό μουστάκι
Κι αυτήν την άρια ματιά, καταγάλανη.
Ποιος οδηγεί το τανκ; Ποιος οδηγεί το τανκ;
Ω, εσύ—

Όχι θεός, σβάστικα είσαι
Σβάστικα ζοφερή, καμία νύχτα δε σε διαπερνά.
Κάθε γυναίκα γουστάρει ένα φασίστα,
Η μπότα στη μάπα, το κτήνος
Την καρδιά του κτήνους, ενός κτήνους σαν κι εσένα.

Κρέμεσαι στο μαυροπίνακα, μπαμπά,
Ασάλευτος μες στη φωτογραφία που φύλαξα,
Ένα σημαδάκι στο πηγούνι, αντί στο πόδι
Αλλά αυτό δε σε κάνει λιγότερο τέρας, όχι, με τίποτα
Όχι λιγότερο από κείνον το σκοτεινό τύπο που

Έσκισε την τρυφερή μου καρδιά.
Ήμουν δέκα όταν σε θάψανε.
Στα είκοσι προσπάθησα να πεθάνω
Για να γυρίσω, να γυρίσω,
Να γυρίσω σε σένα.
Θα μου έφτανε και μόνο τα κόκκαλά σου αν έβρισκα.

Αλλά με τράβηξαν έξω από το λάκκο,
Και με επανένωσαν με κόλλα.
Τότε πια κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω.
Δημιούργησα ένα ομοίωμά σου,
Έναν τύπο μαυροντυμένο με ύφος αρχιφασίστα

Κι έναν έρωτα μαρτύριο.
Κι είπα δέχομαι, δέχομαι.
Και κάπως έτσι ξοφλάω, μπαμπά.
Το τηλέφωνο του θανάτου το έκοψα,
Οι φωνές εγκλωβίστηκαν στα καλώδια.

Εάν έχω σκοτώσει έναν άντρα, δύο σκότωσα–
Το βαμπίρ που σου έμοιαζε
Που μου’πινε το αίμα μέρα -νύχτα,
Για εφτά χρόνια, άμα θες να ξέρεις.
Μπαμπά, μπορείς να αναπαυθείς τώρα.

Υπάρχει ένα κοντάρι καρφωμένο
Στην χοντρή σάπια καρδιά σου
Και οι χωρικοί ποτέ δε σε χώνεψαν.
Τώρα χοροπηδάνε στο κουφάρι σου.
Πάντα ήξεραν ότι ήσουν εσύ.
Μπαμπά, μπαμπά, τύραννε, με σένα καθάρισα.

Μετάφραση: Πελαγία Μπότση, 26/11/2012

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα