9η Ιουλίου σήμερα. Σαν σήμερα, την 9η Ιουλίου 1821, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Κυπριανός εκτελέστηκε από τους Τούρκους.
Το ποίημα της εβδομάδας “Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου” του Βασίλη Μιχαηλίδη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα και κορυφαια ποιήματα της Κυπριακής ποίησης και λογοτεχνίας. Έχει ως κύριο θέμα τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού, που έγινε την 9η Ιουλίου του 1821 από τους Τούρκους και αποτελεί εκδήλωση της αγάπης του ποιητή προς την πατρίδα του. Το ποίημα προβάλει από τη μια την τουρκική βαρβαρότητα και από την άλλη την περήφανη ελληνική ψυχή σε όλο της το μεγαλείο.
Γράφτηκε στην τοπολαλιά του νησιού την περίοδο 1884-1895 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1911. Χωρίζεται σε 24 ραψωδίες και έχει 560 δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Πρόκειται για ένα αληθινά επικό αριστούργημα, άρτια δομημένο λογοτεχνικά, το οποίο δικαίως χάρισε στον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη τον τίτλο του εθνικού ποιητή της Κύπρου.
Αφιερφωμένο σε όλους Έλληνες Κύπριους που αγωνίστηκαν με θάρρος και τόλμη έναντια στη δουλεία για την ελευθερία!
Παραθέτουμε παρακάτω κάποια αποσπάσματα από το ποίημα “Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου” τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κάποια από τα σημαντικότερα της ποίησης του Βασίλη Μιχαηλίδη.
Ἡ 9η Ἰουλίου 1821 ἐν Λευκωσίᾳ Κύπρου” (στ. 1-10, 161-186)
Ἁντὰν ἀρκέψαν οἱ κρυφοὶ ἀνέμοι τζ̆ι ἐφυσοῦσαν
τζ̆ι ἀρκίνησεν εἰς τὴν Τουρτζιὰν νὰ κρυφοσυννεφκιάζη
τζαὶ ποὺ τὲς τέσσερεις μερκὲς τὰ νέφη ἐκουβαλοῦσαν,
ὥστι νὰ κάμουν τὸν τζιαιρὸν ν’ ἀρκεύκη νὰ στοιβάζη,
εἴσ̆εν σγoιὰν εἶχαν οὗλοι τους τζ̆ι η Τζύπρου τὸ κρυφόν της
μέσ’ στοὺς ἀνέμους τοὺς κρυφοὺς εἶσ̆εν τὸ μερτικόν της.
Τζ̆ι ἁντὰν ἐφάνην ἡ στραπὴ εἰς τοῦ Μοριᾶ τὰ μέρη
τζ̆ι ἐξάπλωσεν τζ̆ι ἀκούστηκεν παντοῦ ἡ πουμπουρκά της,
τζ̆ι οὗλα ξιλαμπρατζίσασιν τζαὶ θάλασσα τζαὶ ξέρη
εἶσ̆εν σγοιὰν εἶχαν οὗλοι τους τζ̆ι ἡ Τζύπρου τὰ κακά της.
(…)
«Νὰ μὲν ἀρνιέσαι, πίσκοπε, τζ̆ι ἐσεῖς οἱ καλοῆροι,
εἴσ̆ετ’ ἀθθρώπους στὰ χωρκά, χαρκιὰ νὰ δκιαμοιράζουν,
ν’ ἀρματωθοῦσιν οἱ Ρωμιοὶ νἆν’ οὗλοι τους χαζίριν
καὶ μὲ τὸν πρῶτον λόον σου ν’ ἀρκέψουν νὰ μᾶς σφάζουν·
τζ̆αὶ δὲν πιστεύκ’ ὅ,τι μοῦ πῆ τοῦ καθενοῦ τὸ στόμα·
τζ̆ι ἔχω ’πὸ τζ̆εῖνα τὰ χαρκιά, ἔσ̆εις νὰ πῆς ἀκόμα;»
Λαλεῖ του: «Μουσελλὶμ-ἀγᾶ, εἶπα σου τζ̆αὶ λαλῶ σου:
‘πὸ τούτα οὗλα ποὺ λαλεῖς ἒν καθαρὴ ἡ καρδκιά μας,
τζ̆αὶ πίστεψε, εἰδὲ τζ̆ι ἂν οὔ, τὸ κρῖμαν στὸν λαιμόν σου·
μπορεῖ τζ̆αὶ νἆν καμμιὰ δουλειὰ ποὺ γίνηκεν κρυφά μας.»
«Πίσκοπε, ‘γιὼ τὴν γνώμην μου ποττὲ δὲν τὴν ἀλλάσσω,
τζ̆ι ὅσα τζ̆ι ἂν πῆς μὲν θαρευτῆς πὼς ἒν νὰ σοῦ πιστέψω.
Ἔχω στὸν νοῦν μου, πίσκοπε, νὰ σφάξω, νὰ κρεμμάσω,
τζ̆ι ἂν ἠμπορῶ ποὺ τοὺς Ρωμιοὺς τὴν Τζ̆ύπρον νὰ παστρέψω.
τζ̆ι ἀκόμα ἂν ἠμπόρεια τὸν κόσμον νὰ γυρίσω,
ἔθεν νὰ σφάξω τοὺς Ρωμιούς, ψυσ̆ὴν νὰ μὲν ἀφήσω.»
«Ἡ Ρωμιοσύνη ἒν φυλὴ συνότζ̆αιρη τοῦ κόσμου,
κανένας δὲν ἐβρέθηκεν γιὰ νὰ τὴν-ἰ-ξιλείψη,
κανένας, γιατὶ σ̆σ̆έπει την ποὺ τά ‘ψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη ἔν νὰ χαθῆ, ὅντας ὁ κόσμος λείψη!
Σφάξε μας οὕλους τζ̆ι ἂς γενῆ τὸ γαῖμαν μας αὐλάτζ̆ιν,
κάμε τὸν κόσμον ματζ̆ελλειὸν τζ̆αι τοὺς Ρωμιοὺς τραούλλια,
ἀμμά ’ξέρε πὼς ἴλαντρον ὅντας κοπῆ καβάτζ̆ιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσ̆α παραπούλια.
Τὸ ‘νὶν ἁντὰν νὰ τρώ’ τὴν γῆν, τρώει τὴν γῆν θαρκέται,
μὰ πάντα τζ̆εῖνον τρώεται τζ̆αι τζ̆εῖνον καταλυέται».
(…)
Βασίλης Μιχαηλίδης
Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης (1849 – 1917) γεννήθηκε στο Λευκόνοιο της Κύπρου. Αρχικά ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και την αγιογραφία. Φοίτησε στη Λευκωσία για δύο χρόνια στο σχολαρχείο. Έζησε και στη Λάρνακα για μερικά χρόνια, κοντά στο θείο του Επίσκοπο Κιτίου Κυπριανό Οικονομίδη, όπου ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και την ποίηση. Εκεί εξέδωσε και τα πρώτα του ποιήματα. Για μικρό διάστημα έζησε στην Ιταλία, όπου απέτυχε να εισαχθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης και έφυγε για την Ελλάδα. Το 1877 έλαβε μέρος στον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι ο σημαντικότερος ποιητής της Κύπρου του 19ου αιώνα και ονομάστηκε εθνικός της ποιητής.
Επιμέλεια στήλης: Σπυράντα Αναμούρογλου