Από τα πλέον εμβληματικά, πολυπαιγμένα παγκοσμίως και πολυδιασκευασμένα για τη σκηνή και την οθόνη έργα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, ο Οθέλλος (με τον επεξηγηματικό υπότιτλο Ο Μαύρος της Βενετίας) εικάζεται ότι γράφτηκε το 1603, έχοντας ως αφετηρία το διήγημα Ένας Μαυριτανός αρχηγός (UnCapitanoMoro, 1565) του Τζοβάνι Μπατίστα Τζιράλντι, μαθητή του Βοκάκιου και γνωστότερου με το ακαδημαϊκό προσωνύμιο Il Cinthio. Η υπόθεση του πρωτοτύπου βασίστηκε πιθανώς στην ιστορία Τα τρία μήλα από τις Χίλιες και μια νύχτες, ή ίσως και σε αληθινό περιστατικό που έλαβε χώρα στη Βενετία των αρχών του 16ου αιώνα – ενώ η μεταγενέστερη έμπνευση του Σαίξπηρ μπορεί να προήλθε και από το γεγονός ότι ο αγγλικός στρατός της δικής του εποχής είχε αρχίσει να προσλαμβάνει Μαυριτανούς μισθοφόρους.
Έχοντας κερδίσει στην κυριολεξία με το σπαθί του (με τη γενναιότητα και τις νίκες του στις μάχες εναντίον των Τούρκων) τα προνόμια των Βενετών ευγενών, ο «μαύρος» στρατηγός Οθέλλος κερδίζει επίσης την καρδιά της όμορφης «λευκής» αρχοντοπούλας Δυσδαιμόνας, η οποία δέχεται να τον παντρευτεί κρυφά, αψηφώντας την οργή του πατέρα της. Αυτό όμως δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που συναντά το άκρως αντισυμβατικό για τους καιρούς εκείνους ζευγάρι. Ο έρωτάς τους θα δοκιμαστεί σκληρά από μύριες άλλες αντιξοότητες, με πρώτη και χειρότερη το φίδι που ο Οθέλλος κρύβει στον κόρφο του: τον υπέρμετρα φιλόδοξο και απύθμενα ζηλόφθονο, δήθεν αφοσιωμένο αλλά αδίστακτο μηχανορράφο υπασπιστή του, Ιάγο.
Σπάνια φανταστικό πρόσωπο έχει συγκεντρώσει την απέχθεια και μαζί τον θαυμασμό που προξενεί η σκιαγράφηση του Ιάγου στη φημισμένη αυτή τραγωδία. Σύμβολο του κακού που κυκλοφορεί ανενόχλητο ανάμεσά μας και ακούραστα υποσκάπτει τα θεμέλια κάθε κοινωνικής και προσωπικής σχέσης και προόδου –με την παραπλανητική, μάλιστα, «αμφίεση» του επιστήθιου φίλου, εξομολόγου και συμπαραστάτη– ο Ιάγος ανάγει τη χειραγώγηση σε υψηλή τέχνη, την οποία ο ίδιος παίζει στα δάχτυλα. Παρ’ όλο που ως κίνητρό του αναφέρει επανειλημμένα το ατομικό του όφελος, τα πραγματικά ελατήρια των πράξεών του έχουν τις ρίζες τους πολύ πιο βαθιά από την καθαρή ιδιοτέλεια. Αυτό που τον υποκινεί είναι μια ακόρεστη και ακατανίκητη ανάγκη να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, να δημιουργεί καταστάσεις απ’ το τίποτα και να καθορίζει, είτε παρασκηνιακά είτε απροκάλυπτα, την έκβασή τους.
Η πλήρης απουσία ενσυναίσθησης απ’ την πλευρά του δεν τον εμποδίζει να «διαβάζει» με ακρίβεια την ψυχοσύνθεση των άλλων, να προβλέπει και να καθοδηγεί τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους. Είναι ένας ευφυέστατος ψυχοπαθής που το όνομά του συγγενεύει φωνητικά με εκείνο του διπρόσωπου θεού των Ρωμαίων, Ιανού – και το εξίσου ευφυές μακιγιάζ του Παναγιώτη Μπρατάκου, που τον ενσαρκώνει, υποδεικνύει τη διπροσωπία του με μια αδιόρατη «αλλοίωση» των μισών του χαρακτηριστικών (η οποία φέρνει στον νου τον χαρισματικό, πλην εγκληματικά αντικοινωνικό ήρωα από το Κουρδιστό πορτοκάλι του Κιούμπρικ).
Ο Ιάγος άλλωστε αντιπροσωπεύει την υπόγεια δύναμη που αποκαλύπτει –ή ενεργοποιεί– τη σκοτεινή πλευρά του καθενός από τους υπόλοιπους παίκτες του δράματος: τη ζήλια, την καχυποψία, τη βαναυσότητα και την απληστία που παραμονεύουν στα έγκατα του είναι τους ώσπου να τους δοθεί η μοιραία αφορμή, το αποφασιστικό ερέθισμα για να εκδηλωθούν. Και όσο πιο αθώος και άδολος είναι κανείς, τόσο πιο εύκολα θα δηλητηριαστεί από το κακό, τόσο πιο οδυνηρά θα βιώσει τη διαβρωτική του επιρροή, τόσο πιο έντονα, σπασμωδικά και καταστροφικά θα αντιδράσει. Φτάνει μισή διφορούμενη κουβέντα ή ματιά, μια «εντέχνως τυχαία» σύνδεση άσχετων μεταξύ τους λόγων και γεγονότων, ώστε να τρυπώσει στην ψυχή του άλλου η αμφιβολία που δεν θα αργήσει να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτο φόβο ή/και θυμό – να ξυπνήσει μέσα του το θηρίο. Ο απονήρευτος και καλόβολος ίσαμε τότε Οθέλλος, ο υποδειγματικός ερωτευμένος σύζυγος με την άσπιλη καρδιά που έσβηνε τη «μαύρη» όψη του (και μαζί της, όποιες προκαταλήψεις τη συνόδευαν τα χρόνια εκείνα – και δυστυχώς, όχι μόνο) στα μάτια όσων τον αγαπούσαν, ξεχνά όλες τις αρετές που τον διέκριναν στον υπέρτατο βαθμό για να μεταμορφωθεί σε ένα πλάσμα ασυγκράτητα αιμοβόρο, τυφλό σε κάθε λογική, που άγεται και φέρεται από τα πρωτόγονα ένστικτά του.
Η «πάλλευκη» ηθικά Δυσδαιμόνα στιγματίζεται αμετάκλητα από τα συκοφαντικά υπονοούμενα του Ιάγου, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο στόχαστρο της φονικής μανίας του άντρα της. Όσο για τους εμφανώς πιο αδύναμους χαρακτήρες –τον αφελή Ροδερίγο που νομίζει ότι με τα πλούτη του μπορεί να αποκτήσει ό,τι ποθεί και τον ελαφρόμυαλο στρατιωτικό Μιχαήλ Κάσιο που δύσκολα αντιστέκεται στους πειρασμούς– το να τους βάλει να αλληλοεξοντωθούν αφού τους εκμεταλλευτεί για τους σκοπούς του είναι παιχνιδάκι για τον Ιάγο, ο οποίος έχει εμπλέξει τους πάντες (ως και την απρόθυμη αρχικά γυναίκα του) στις ραδιουργίες του δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό, κινώντας τους σαν πιόνια ή μαριονέτες όποτε και όπως τον εξυπηρετεί.
Με τη λαβυρινθώδη αυτή ανατομία της ανθρώπινης περιπλοκότητας καταπιάνεται η νεοϊδρυθείσα από τους Αλέξανδρο Αχτάρ και Παναγιώτη Μπρατάκο θεατρική ομάδα Manetuwak («η ινδιάνικη λέξη για το πνεύμα που κρύβεται τόσο μέσα μας, όσο και μέσα σε καθετί που μπορούμε να αντιληφθούμε με καθεμιά από τις πέντε αισθήσεις μας», όπως οι ίδιοι εξηγούν), της οποίας το παρθενικό εγχείρημα, η παρανοϊκή κωμωδία YOLO: Ζεις μόνο μια φορά, πρωτοπαρουσιάστηκε στο περσινό «Scratch Festival» του τεχνοχώρου Cartel. Υποδυόμενοι τα δυο κεντρικά πρόσωπα του έργου, τον Οθέλλο και τον Ιάγο αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος Αχτάρ και ο Παναγιώτης Μπρατάκος έχουν συγχρόνως επωμιστεί από κοινού τη σκηνοθεσία της παράστασης, επιλέγοντας μια ενδιαφέρουσα οπτική που συνδυάζει τον πρέποντα σεβασμό στην απόδοση και την εκφορά του κλασικού κειμένου (σε μετάφραση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη) με μια ιδιότυπα εκσυγχρονισμένη εικαστική αντίληψη. Οι όμορφες πινελιές μιας συγκρατημένης steampunk αισθητικής στα σκηνικά και τα κοστούμια της Ιωάννας Καραγιώργου συνταιριάζονται αναπάντεχα όσο και ευπρόσδεκτα με τις γοητευτικά ετερόκλητες υφές της πρωτότυπης μουσικής επένδυσης που συνέθεσαν η Άρτεμις Μπρατάκου και ο Παντελής Πολίτης, την παρέμβαση του κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού στοιχείου (φροντισμένου από τον Γιώργο Βασσάλο, με τις κάμερες των Λουδοβίκου Βάγγερ και Τάκη Μπά μπαρη), τα ηχητικά εφέ του Γιάννη Γιαννακόπουλου και τους φωτισμούς του Βαγγέλη Μούντριχα.
Ο Οθέλλος είναι έργο που σφύζει από ακραίες εντάσεις, τις οποίες προξενεί η αδιάκοπη σύγκρουση ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι», στο επίβουλο ψέμα και την απροστάτευτη αλήθεια, στο άγριο σκοτάδι και το τραυματισμένο φως της ανθρώπινης ψυχής. Η διττή υπόσταση των πάντων καθρεφτίζεται στα διπλά πλάνα του flash forward της έναρξης (η οποία θυμίζει αρχή από επεισόδιο αστυνομικής σειράς) και των τίτλων που προβάλλονται στον τοίχο, καθώς και στο πολλαπλά ευρηματικό βάψιμο των ηθοποιών από τη Γιάννα Μαρματάκη, ή ακόμα και στους δυο φαινομενικά πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους που υποδύεται με την απαραίτητη ευελιξία η Άννα Χαραλάμπους –τον αγαθιάρη Ροδερίγο και την ελαφρών ηθών, ξεμυαλισμένη Μπιάνκα–, οι οποίοι ωστόσο θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ο Οθέλλος του Αλέξανδρου Αχτάρ είναι επιβλητικότατος φυσιογνωμικά και άρτιος παραστατικά, δίχως οι βίαιες μεταπτώσεις του ρόλου να διακυβεύουν ούτε στο ελάχιστο την ερμηνευτική του συνοχή και συνέπεια, ενώ η καλλίφωνη Κατερίνα Αθανασιάδη εναρμονίζει την αγνότητα και το πάθος της τραγικής ηρωίδας με τη δική της αιθέρια όσο και αισθησιακή παρουσία, πλάθοντας μια εξαιρετική Δυσδαιμόνα.
Ο Νίκος Γκέλια και η Βασιλική Δρακοπούλου (οι οποίοι έχουν αναλάβει και τους δευτερεύοντες ρόλους του πατέρα της Δυσδαιμόνας και του δόγη της Βενετίας αντίστοιχα) είναι επίσης θαυμάσιοι ως Κάσιος και Αιμιλία, έμπιστοι φίλοι του Οθέλλου και της Δυσδαιμόνας και ακούσια «γρανάζια» στη διαβολική μηχανή που έχει στήσει ο Ιάγος.
Τον οποίο ο Παναγιώτης Μπρατάκος ζωντανεύει με σαρωτικό μπρίο και δυναμισμό, αλληλεπιδρώντας με τους θεατές και βγάζοντας στην επιφάνεια το μοχθηρό χιούμορ του ρόλου του, τη γλοιώδη χαμέρπεια του «σπιούνου» (τα γυαλιά που φοράει παραπέμπουν, εξάλλου, στον ανάλογο στερεοτυπικό χαρακτήρα από τις παλιές ελληνικές ταινίες, τον οποίο έπαιζε συνήθως ο Δήμος Σταρένιος) σε εγγενή αντίστιξη με την ελκυστικά τρομακτική εφευρετικότητα του σατανικού του μυαλού.
Το κλείσιμο της παράστασης με ένα υπέροχο πολυφωνικό μοιρολόι (σε στίχους του Παναγιώτη Μπρατάκου, μελοποιημένους από την Αρτέμιδα Μπρατάκου και τον Παντελή Πολίτη) που οι ηθοποιοί το τραγουδούν ζωντανά και a cappella, τιμά και επισφραγίζει την παγκοσμιότητα του σαιξπηρικού έργου, την ισχύ της δραματικότητας, της φιλοσοφίας και των νοημάτων του σε κάθε τόπο και εποχή. Ενός έργου που οι Manetuwak το “οικειοποιούνται” με ολοφάνερη αγάπη, το υπηρετούν ελευθερώνοντάς το από “μουσειακά” υφολογικά σχήματα και το αναδεικνύουν με τη δημιουργική τους ζέση, τον άπταιστο συντονισμό και την αδιασάλευτη χημεία των ταμπεραμέντων τους.
Tης Μάριον Χωρεάνθη
Συντελεστές
Συγγραφέας: William Shakespeare
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Αχτάρ, Παναγιώτης Μπρατάκος
Σκηνοθεσία κινηματογραφημένων προβολών/Φωτογραφίες: Γιώργος Βασσάλος
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Άρτεμις Μπρατάκου, Παντελής Πολίτης
Σκηνογραφία, ενδυματολογία: Ιωάννα Καραγιώργου
Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Make up artist: Γιάννα Μαρματάκη
Sound Design: Γιάννης Γιαννακόπουλος
Κάμερα: Λουδοβίκος Βάγγερ, Τάκης Μπά μπαρης
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύα Καρνάβα
Παίζουν: Κατερίνα Αθανασιάδη, Αλέξανδρος Αχτάρ, Νίκος Γκέλια, Βασιλική Δρακοπούλου, Παναγιώτης Μπρατάκος, Άννα Χαραλάμπους
Παραστάσεις
Έως την Κυριακή 9 Απριλίου 2017, κάθε Σάββατο στις 21:15 και Κυριακή στις 21:15
Διάρκεια: 100’
Τιμές εισιτηρίων
Κανονικό: €12
Μειωμένο: €8 φοιτητές/ μαθητές /σπουδαστές/κάτοχοι κάρτας Πολυτέκνων/ ΑμΕΑ/ Κάτοχοι κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ)
Ατέλειες: €5
Προπώληση: €10
Πολυχώρος Vault
Μελενίκου 26, Γκάζι, Βοτανικός
Τηλ.: 213 0356472, 6949534889
Πλησιέστερος σταθμός μετρό: Κεραμεικός (8′ περίπου με τα πόδια)