Μετά τον Τόκο το 2010, ο Δημήτρης Δημητριάδης επιστρέφει στο θέατρο της οδού Κυκλάδων με ένα ακόμα ανέβασμα θεατρικού του έργου. Αυτή τη φορά πρόκειται για τον “Φαέθοντα”, τον οποίο εμπιστεύεται στον Δημήτρη Καραντζά που σκηνοθέτησε το επίσης δικό του έργο “Ο Κυκλισμός του Τετραγώνου” στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών το 2013. Η συνάντηση είναι ευτυχής γιατί το αποτέλεσμα μας προσφέρει μια από τις πιο δυνατές παραστάσεις της σεζόν.
Ο Δημητριάδης συνδιαλέγεται με το μύθο του Φαέθοντα, γιου του Ήλιου και της Κλημένης, της κόρης του Ωκεανού, ο οποίος παίρνει την άδεια του πατέρα του να οδηγήσει το Ηλιακό άρμα του. Ενώ οδηγεί, αντικρύζει τον Σκορπιό στον ουρανό και τρομάζει τόσο πολύ που χάνει τον έλεγχο και αφήνει τα ηνία του άρματος.
Τα άλογα αφηνιάζουν, ο Ήλιος αρχίζει να ανεβοκατεβαίνει, το άρμα του πλησιάζει τόσο πολύ τη Γη που φωτιές ξεσπούν και τα ποτάμια αρχίζουν να ξεραίνονται. Ο Δίας, θέλοντας να προλάβει χειρότερες καταστροφές, κατακεραυνώνει τον Φαέθοντα στον Ηριδανό ποταμό. Οι Ηλιάδες, οι αδελφές του, θρηνούν, απαρηγόρητες για τον θάνατο του αδερφού τους…
Με αφετηρία λοιπόν αυτόν το μύθο, ο Δημητριάδης χρησιμοποιεί τη σχέση πατέρα-γιου και μας μεταφέρει στον κόσμο μιας σύγχρονης μεσοαστικής οικογένειας του Βόρειου Λονδίνου, της οικογένειας Λομ. Ο πατέρας Χάμνετ Λομ έχει δημιουργήσει ένα τερατώδες σύστημα εξουσίας και καταπίεσης, όπου ο ίδιος είναι ο αρχηγός-Θεός και όλοι οι υπόλοιποι τα θύματά του. Πρέπει να ακολουθούν κατά γράμμα, ό,τι λέει, χωρίς καμιά αντίρρηση.
Ο τερατώδης στα όρια του φρικιαστικού πατέρας, χωρίς καμία αναστολή απέναντι σε κανέναν και σε καμία, είναι ένας αντεστραμμένος «άνθρωπος» όπως δηλώνει και τ’όνομά του (Λομ = L’homme = άνθρωπος και άντρας στα γαλλικά), η σατανική διάσταση του οποίου ενισχύεται κάθε φορά που επικαλείται τη θεϊκή πρόνοια, τη θεϊκή ύπαρξη και τη μεταθανάτια βεβαιότητα του χριστιανικού δόγματος.
Η θρησκεία χρησιμοποιείται ως εργαλείο από τον πατέρα για τη θεμελίωση της επιβολής του πάνω στα μέλη της οικογένειάς του. Οι ατέρμονες διακηρύξεις υπέρ του χριστιανικού δόγματος υποκρύπτουν την κόλαση που έχει στήσει για τη γυναίκα και τα παιδιά του. Η αντίδραση λοιπόν των υπολοίπων μελών θα είναι εξίσου βίαιη με τη βία που τους ασκείται.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζάς μας εισάγει στη δράση από το φουαγιέ, καθώς οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσά μας παίζοντας πιάνο και δημιουργώντας ηχητικά εφέ που παραπέμπουν στην καθημερινότητα της οικογένειας.
Σκηνή και φουαγιέ θα παραμείνουν ένας ενιαίος χώρος με τα φώτα ενοχλητικά έντονα σαν να μας προετοιμάζουν ότι όλα θα έρθουν στο φως και θα βρεθούμε κι εμείς οι θεατές συνένοχοι-συμμέτοχοι στην οικογενειακή συνεστίαση που θα ακολουθήσει. Οι κόρες θα στήσουν τελετουργικά το βραδυνό τραπέζι με κάθε λεπτομέρεια: Τα σερβίτσια, τα μπιφτέκια, οι πατάτες, όλα θα τοποθετηθούν αρμονικά, σχεδόν ρομποτικά στη θέση τους αλλά πλανάται στον αέρα μια αόρατη απειλή.
Η είσοδος του πατέρα μουδιάζει τις αντιδράσεις της οικογένειας και ξετυλίγει το δράμα που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από το αριστουργηματικό κείμενο. Στα λόγια μόνο αλλά ποτέ μπροστά στα μάτια μας, ακολουθώντας έτσι τους κανόνες της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Όλη η δράση του έργου εκτυλίσσεται μέσα σε μία νύχτα. Εφιαλτική….
Ο Δημήτρης Καραντζάς οδήγησε τους ηθοποιούς του με ωριμότητα σε ερμηνείες συγκλονιστικές με προεξάρχοντα τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου, Χάμνετ Λομ, που τον ερμηνεύει ο Περικλής Μουστάκης με υποδειγματικό τρόπο. Η ψηλόλιγνη αυταρχική φιγούρα του σαρώνει το χώρο με την είσοδό του, ο χειμαρρώδης λόγος του δεν αφήνει κανέναν να πάρει ανάσα ούτε να σηκώσει κεφάλι. Ανατριχιάζουμε ακούγοντας όσα ξεστομίζει κι ασφυκτιούμε κι εμείς οι θεατές μαζί με την οικογένεια. Για τον Περικλή Μουστάκη αποτελεί ερμηνεία-μελέτη αυτός ο ρόλος.
Η μητέρα, Τζούλι είναι ένα άβουλο, υποταγμένο πλάσμα που αποδέχεται παθητικά για χρόνια ολόκληρα όλη τη νοσηρή βία του συζύγου της πάνω σ’ αυτήν και τα παιδιά της και υποσυνείδητα συντηρεί τη διαιώνιση των μαρτυρίων της ίδιας και της οικογένειάς της. Όταν τελικά αποκτά συναίσθηση κι αντιδρά, είναι πλέον πολύ αργά για την κλονισμένη ψυχική ισορροπία της… Συγκλονιστική η ερμηνεία της Ανέζας Παπαδοπούλου.
Οι δύο κόρες, Μπεθ και Άννα, ανοίγουν σαν χορός τραγωδίας το έργο με έναν έντονα ελλειπτικό λόγο-πρόλογο και κλείνουν το έργο σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο, ανίκανες να επηρεάσουν τη δράση και αφήνοντας να εννοηθεί ότι τα βιώματα-πληγές της ψυχής τους έχουν χαραχτεί τόσο βαθιά μέσα τους που ακόμη κι ο θάνατος του δυνάστη τους, όσο λυτρωτικός κι αν υπήρξε, δεν θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει το μέλλον τους.
Έχουν άραγε μέλλον; Οι ερμηνείες τόσο της Εύης Σαουλίδου με το υπέροχα απλανές υποταγμένο βλέμμα, όσο και της Σταυρούλας Σιάμου που είχε στραγγίξει από πάνω της κάθε ίχνος αντίστασης, απέδωσαν την απόλυτη υπνωτιστική ενέργεια που ο πατέρας – Ήλιος ασκεί πάνω τους, ένα μούδιασμα κι έναν φόβο μαζί. Η μηχανιστική συγχρονισμένη κίνηση των δύο τονίζει την αδυναμία τους να αντιδράσουν στον ολοκληρωτισμό του πατέρα τους.
Ιδιαίτερη μνεία ταιριάζει στον γιο, Λέλο του Άρη Μπαλή που με μια ερμηνεία εσωτερική και βλέμμα που απέπνεε όλη την εκρηκτική ενέργεια, ανέχτηκε επί μακρόν τον πατέρα του να βιαιοπραγεί πάνω του, να τον αποστερεί από τον ανδρισμό του. Αυτός καλείται να φέρει εις πέρας τη βίαιη λήξη του δράματος. Και το ανοιχτό τέλος που προτείνεται δίνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Ο Λέλο τελικά διαφεύγει με το συμβολικό άρμα του από την επίγεια κόλασή του, αφού πρώτα λυτρωθεί με τη δολοφονία του πατέρα;
Ή μήπως όλη αυτή η ανάληψη “σαν σε άρμα”, δεν είναι παρά μια ονειρική φαντασίωση των δύο σύγχρονων Ηλιάδων, των δύο αδελφών του, που ανοίγουν και κλείνουν το έργο «σαν όλα αυτά να ήταν μια αφήγηση ή μια επινόηση των δύο αδελφών, από τη στιγμή που μένουν μόνες μέσα στο σπίτι»;
Στο ισορροπημένο αποτέλεσμα συνόλου βοήθησαν επίσης τα κοστούμια που έδεναν αρμονικά με τη λιτή σκηνοθεσία και η σκηνογραφία που ενίσχυε το κλειστοφοβικό σύμπαν ενώ η μουσική – ζωντανοί ήχοι του Δημήτρη Καμαρωτού υπογράμμιζαν την απόκοσμη νοσηρή ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στο χώρο.
Ο Φαέθων του Δημητριάδη είναι ένα “οικογενειακό δράμα δωματίου” που θέτει υπό αμφισβήτηση σοβαρές ηθικές αξίες του ανθρώπου κι επιχειρεί μια ανατομία της αρχετυπικής οικογενειακής, κοινωνικής, πολιτικής, θεϊκής ή οποιασδήποτε κοσμικής εξουσίας από την οποία η μοναδική διέξοδος λύτρωσης είναι η εξέγερση, η ανυπακοή, ο πραγματικός ή/και συμβολικός φόνος του κάθε Πατρός, της κάθε εξουσιαστικής επιταγής και ευνουχιστικής βίας που μας επιβάλλεται έξωθεν και φέρουμε μέσα μας.
Της Δώρας Μπαρουτάκη, 17/4/2015