32.8 C
Athens
Πέμπτη, 11 Σεπτεμβρίου, 2025

Ο ηθοποιός Μάρκος Γέττος μιλάει στο All4fun για την παράσταση «Η Τελευταία Απολογία του Νίκου Κοεμτζή»

«Η Τελευταία Απολογία του Νίκου Κοεμτζή» είναι μια παράσταση που δεν ήθελα να χάσω, όντας συγκλονισμένος από την ιστορία αυτού του ανθρώπου που τον Φεβρουάριο του 1973 διέπραξε 3 φόνους σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, με αφορμή μια «ανεκτέλεστη» παραγγελιά του αδερφού του, Δημοσθένη.

Την παραγγελιά «χάλασαν» 2 αστυνομικοί που γνώριζαν τον Κοεμτζή και σηκώθηκαν να χορέψουν, θέλοντας επιδεικτικά να παρενοχλήσουν τον αδερφό του, να τον λοιδορήσουν, να μειώσουν τον Κοεμτζή, να τον πατήσουν κάτω, εκεί που τον είχαν τόσα χρόνια…

Μετά το τέλος της καθηλωτικής παράστασης συναντήσαμε τον πρωταγωνιστή της, Μάρκο Γέττο, που μέσα από το κείμενο του αδερφού του, Βαγγέλη, συνθέτει την τελευταία απολογία του Κοεμτζή, αυτή που θα ήθελε να είχε δώσει στεκόμενος απέναντι σε κανονικούς ανθρώπους, σαν κι εμάς τους θεατές, κι όχι απέναντι στους προκατειλημμένους δικαστές της εποχής και στο σύστημα που, όπως ο ίδιος βίωνε, τον κυνηγούσε σε όλη του τη ζωή.

Αφού έδωσα χρόνο στον εαυτό μου να ηρεμήσει από την ένταση και την επιβλητική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει ο σκηνοθέτης Κώστας Κιμούλης μαζί με τους συντελεστές του έργου, και στον Μάρκο να δεχτεί τα συγχαρητήρια για την ερμηνεία του, καθίσαμε μπροστά στη σκηνή να συζητήσουμε για το πώς και το γιατί:

Μάρκο πολλά συγχαρητήρια γι’ αυτό που μας χαρίσατε σήμερα, εσύ προσωπικά και όλη η ομάδα που συνέβαλε στο στήσιμο και την εκτέλεση της παράστασης. Αν μου επιτρέπεις, λοιπόν, θα ήθελα να ξεκινήσουμε από το γενικό πριν φτάσουμε σε σένα, γιατί αυτό που είδα σήμερα ήταν πολύ πάνω και πέρα από έναν μονόλογο.

Αρχικά χαίρομαι πολύ που ένιωσες έτσι! Πρόκειται για μία ομαδική δουλειά, όπου ο καθένας έδωσε τον καλύτερό του εαυτό και με κοινό όραμα κατεβήκαμε στην «παλαίστρα». Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ζωή του Κοεμτζή ήταν μια παλαίστρα από τη στιγμή που γεννήθηκε, και μόνο αυτός ο όρος μού έρχεται στον νου για να μπορέσουμε να φέρουμε εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα, τόσοι άξιοι καλλιτέχνες μαζί: Από τον Βαγγέλη Γέττο που έγραψε το έργο, τον Κώστα Κιμούλη στη σκηνοθεσία, τον Νίκο Τερζή στην πρωτότυπη μουσική, τον Πέτρο Φιωτάκη στον σχεδιασμό φωτισμών, τη Λυδία Κιμούλη στα σκηνικά, τον Κλέωνα Φυσέκη στα κοστούμια, τον Φώτη Παλαμιώτη στην έρευνα, τη Σοφιάννα Φωτίδη ως βοηθό σκηνοθέτη και τους Γιώργο Γιαννόπουλο, Χάρη Γρηγορόπουλο, Πάνο Σόμπολο, Σπύρο Χαριτάτο, Αλεξάνδρα Χατζηγεωργίου και Ευλαμπία Ρέβη.

Πώς προέκυψε η απολογία ως κείμενο, πώς σχηματίστηκε στο χαρτί;

Ο Βαγγέλης Γέττος ως μεγάλος μου αδερφός, είχε από μικρός ανησυχίες. Θυμάμαι ένα οικογενειακό μας τραπέζι στο χωριό του Κάτω Αλισσού στη δυτική Αχαΐα, να μας αναφέρει ο πατέρας μου την ιστορία για την παραγγελιά και το πώς ο Νίκος Κοεμτζής τράβηξε μαχαίρι και θανάτωσε τρεις ανθρώπους. Προηγήθηκε βέβαια το έπος του Σαββόπουλου, «Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», όπου στα αυτιά και την ψυχή του Βαγγέλη μάλλον έγινε «έκρηξη». Τα χρόνια πέρασαν, ο αδερφός μου ως νομικός με την πολύτιμη βοήθεια του κουμπάρου και εγκάρδιου φίλου του, Φώτη Παλαμιώτη, ερεύνησαν εξονυχιστικά τη λαίλαπα με το όνομα Νίκος Κοεμτζής. Έτσι γεννήθηκε το πρωτότυπο θεατρικό έργο «Η τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή».

Διαβάζεις λοιπόν το κείμενο, σε αγγίζει, σε εξιτάρει, τι σου κάνει για να θέλεις να το ανεβάσεις;

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν, ποιος ο λόγος να δωθεί αξία και πόσο μάλλον θεατρική αξία σε έναν δολοφόνο. Ομολογώ πως όταν πρωτοδιάβασα το κείμενο έμεινα άναυδος. Η γραφή του Βαγγέλη δε μου άφησε περιθώρια αγαλίασης. Καλώς ή κακώς, ζω τη ζωή μου με ένταση και όταν κάτι μου τραβάει το ενδιαφέρον δεν κάθομαι ήσυχος. Είπα μέσα μου, αυτό το κείμενο πρέπει κάτι να το κάνω, πρέπει αναγκαστικά με κάποιο τρόπο να εμπλακώ μαζί του. Έτσι λοιπόν βρέθηκε στον δρόμο μου ο Κώστας Κιμούλης και με την πολύτιμη συνεργασία του το κείμενο πήρε σάρκα και οστά και βρισκόμαστε εδώ στον όμορφο χώρο του Θεάτρου Λύχνος, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15 μέχρι το Πάσχα, να κονταροχτυπιόμαστε με όλη την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.

Πάνω στη σκηνή είσαι ο Κοεμτζής; Έχεις μπει βαθιά; Θέλεις να μας πείσεις ότι έχεις ένα κάποιο δίκιο με το μέρος σου, ότι δεν είσαι ο στυγνός εγκληματίας όπως σε παρουσίασαν, αλλά ο πνιγμένος που δεν αντέχει άλλο τον πάτο της θάλασσας; Ή απλά διεκπεραιώνεις αποτελεσματικά έναν ρόλο; Αν εγώ βγω και σου πω, «άσε μας ρε Κοεμτζή, ένας φονιάς ήσουν», θα έχεις αποτύχει;

Η έρευνα που έκανα γύρω από την ιστορία του Κοεμτζή και πόσο μάλλον τον Νίκο, είναι ενδελεχής. Δεν αρκεί όμως για τα δικά μου δεδομένα μόνο η έρευνα. Αποφάσισα να κάνω αυτόν τον μονόλογο γιατί ήμουν βέβαιος πως ήταν σαν να είχα γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο, πως κατά μία έννοια ήταν δικός μου άνθρωπος, ίσως συγγενής μου ή φίλος μου. Εννοώ δηλαδή πως από τα δικά μου βιώματα μέχρι τώρα και την παρατήρηση στη ζωή, κάπου μέσα βρισκόταν και ο Κοεμτζής. Δεν ξέρω σίγουρα να σου πω αν ο στόχος μου ήταν να παίξω τον ρόλο του Κοεμτζή σε επίπεδο «μπαίνω στο πετσί». Δεν το σκέφτηκα έτσι. Κάπως μου πρκύπτει, κάπως γεννιέται από μέσα μου. Δεν είναι απομίμηση, δεν είναι παρατήρηση των εκφραστικών του μέσων. Θα μπορούσα να πω πως περισσότερο είχα στο μυαλό μου ανθρώπους σαν τον Κοεμτζή που τους γνώρισα, και μέσα από αυτούς και τη δική τους λαογραφική γενιά προσέγγισα τον Νίκο.

Τώρα όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου, το θέμα είναι η στιγμή που θα (μου) πεις «Κοεμτζή ένας φονιάς ήσουν». Δηλαδή αν έρθεις προκατειλημμένος με τη σκέψη «τι πάμε να δούμε τώρα αφού ξέρουμε ότι σκότωσε ο ψευτόμαγκας για μια παραγγελιά» και φύγεις από το θέατρο με νέο ρεπερτόριο ενσυναίσθησης, έχουμε νικήσει. Αν πάλι φύγεις με το ίδιο σκεπτικό και πάλι νίκη είναι και για τους δυο μας, θα είναι γιατί μαθαίνουμε ο ένας τον άλλον καλύτερα. Δεν είναι όμως το θέμα η νίκη. Δεν κάνω θέατρο για νίκες. Είναι όμως ιδιαίτερη χαρά μου να σε βάλω σε σκέψεις όλη την επόμενη εβδομάδα στον εργασιακό σου χώρο, στο σπίτι, στα χόμπι σου.

Πες μου δύο από τις σημαντικότερες ατάκες του μονολόγου σου.

Δεν ξέρω αν είναι σημαντικότερες, είναι όμως αγαπημένες.

«Δεν θόλωσα. Άμα θολώσεις δεν ξέρεις ποιος είσαι, κι εγώ ήξερα πως ήμουν ο Νίκος ο Κοεμτζής που με νομίζανε για τ’ αρκούδι που όποτε τους έκανε το κέφι, αυτοί βαράγανε το ντέφι κι αυτό έπρεπε να χορέψει για να βγάλουνε τα γούστα τους».

«Άμα σκοτώσεις, πάρε την ταυτότητά σου την αστυνομική και κάφτηνε. Φεύγεις μαζί μ’ αυτόν που έφυγε από το χέρι σου και δεν ξαναγυρνάς ποτές».

Χωρίς να δικαιολογείς τις πράξεις του Κοεμτζή, θεωρείς ότι η απολογία του όπως την έγραψε ο αδερφός σου, όπως την απέδωσες εσύ, μπορεί να αγγίξει ανθρώπους που αισθάνθηκαν ή και αισθάνονται έτσι απέναντι στο όποιο σύστημα; Πνιγμένοι;

Νομίζω πως ναι! Το κείμενο δεν αγιοποιεί τον Κοεμτζή και ούτε κατά διάννοια προτρέπει τον κόσμο στη βία. Ίσα-ίσα εξηγεί τι τον οδήγησε σε αυτό. Το κείμενο και η παράστασή μας δίνει φως και κοιτάζει την κοινωνία στα μάτια με καθαρό βλέμμα. Διερωτάται, τελικά, για το ποιος φταίει: Το σύστημα, η κοινωνία, η πολιτεία, η οικογένεια, η εκκλησία, το σχολείο, ή και όλα μαζί;

Έχεις μια φοβερή ροή στη σκηνή, θεωρώ αδύνατο για κάποιον να το πετύχει αυτό, αλλά εγώ δεν είμαι ηθοποιός. Πόσο καιρό σου πήρε να κάνεις κτήμα σου το κείμενο και την απόδοσή του;

Δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια από πού προκύπτει αυτή η ροή. Μου βγαίνει αβίαστα. Κάποιοι φίλοι του Κοεμτζή που έτυχε να τους γνωρίσω, μου είπαν πως μοιάζουμε στην εκφραστικότητα αλλά και στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Ξέρω τι θέλω να βγάλω στη σκηνή και το κείμενο με χαρακτηρίζει απόλυτα ως άνθρωπο και πολίτη αυτής της χώρας. Έτσι λοιπόν δε μου πήρε πολύ χρόνο για να μπω στον υποκριτικό κόσμο που φτιάξαμε.

Τι εισπράττεις από τον κόσμο μετά το τέλος της παράστασης κι έξω από τα καμαρίνια;

Νομίζω πως ο κόσμος φεύγει συγκινημένος και με έναν κόμπο στο στομάχι. Τα συναισθήματά τους είναι ανάμεικτα και αισθάνομαι πως οι χειραψίες τους στο τέλος είναι εγκάρδιες.

Του Πλάτωνα Σέρρα, 6/3/2025

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα