Στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, η Ράβδος του Μαρκ Ρέιβενχιλ αναμετριέται με τη σιωπηλή βία που κατοικεί στους θεσμούς: την οικογένεια, το σχολείο, την ίδια την κοινωνία της μάθησης. Ο Ρέιβενχιλ, με τη γνώριμη διαύγειά του και τη σκληρή του ειρωνεία, μετατρέπει τον χώρο του σπιτιού σε πεδίο αναμέτρησης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την εξουσία και τη νομιμοποίησή της, τη μνήμη και την ακύρωσή της.
Η παράσταση κρατάει τον ρυθμό ενός ηθικού δράματος – με στοιχεία ενίοτε ψυχολογικού θρίλερ – που διαδραματίζεται μέσα σε έναν καθημερινό μικρόκοσμο. H αντιπαράθεση ενός πατέρα με μια αποξενωμένη κόρη γίνεται o τρόπος εξέτασης μιας στρεβλής κοινωνίας. Η Ράβδος του Ρέιβενχιλ έχει την ικανότητα να δείξει πώς οι ιδιωτικές ζωές μπορούν να αλληλοσυνδεθούν με τα δημόσια ζητήματα.

Ένας συνταξιούχος δάσκαλος, η σύζυγός του και η κόρη τους: μια τριγωνική σχέση εξουσίας, όπου κάθε λέξη, κάθε παύση, κάθε κίνηση μετατρέπεται σε πράξη επιβολής. Η «ράβδος» δεν είναι πια το φυσικό όργανο τιμωρίας· είναι το σύμβολο ενός συστήματος που ταυτίζει τη μάθηση με τη συμμόρφωση, την πειθαρχία με τον φόβο.
Στο ανησυχητικά ερειπωμένο σκηνικό σαλονιού, η Άννα (Γρηγορία Μεθενίτη) επιστρέφει για να δει τους γονείς της, για πρώτη φορά, μετά από μια δεκαετία. Η μητέρα της, η Μορίν (Τατιάνα Παπαμόσχου), είναι βάναυσα απαξιωτική απέναντι στην κόρη της: προσπαθεί εσκεμμένα να την διώξει, την επιπλήττει για μια επίθεση με τσεκούρι από την οποία δεν έχει καμία ανάμνηση (τα σημάδια φαίνεται να βρίσκονται ακόμα στον τοίχο) και την ενημερώνει ότι όλα τα παλιά της πράγματα έχουν κυριολεκτικά καεί. Της διαφεύγει επίσης ότι ο λόγος της αποξένωσής τους είναι ένας καβγάς για τη διδασκαλία: η Μορίν και ο σύζυγός της, Έντουαρντ (Άρης Λεμπεσόπουλος) είναι καθηγητές κυριολεκτικά της παλιάς σχολής. Η Άννα αντιπροσωπεύει την ηθική που έρχεται με την νέα αξιολόγηση.
Η Άννα ρωτάει γιατί υπάρχει ένα τεράστιο πλήθος θυμωμένων μαθητών έξω. Αποδεικνύεται ότι ουρλιάζουν για εκδίκηση, αφού ανακάλυψαν ότι, παλιά, ο Έντουαρντ, ως υποδιευθυντής, ήταν υπεύθυνος για το ξυλοδαρμό αγοριών στο σχολείο.

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα, ρυθμική και δυναμική, αξιοποιεί την εγγύτητα του χώρου του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων για να εντείνει την αίσθηση ασφυξίας. Το σκηνικό, λιτό και γεωμετρικά αυστηρό, θυμίζει έναν εκπαιδευτικό θεσμό που έχει γίνει φυλακή. Οι τοίχοι δεν οριοθετούν μόνο το σπίτι, αλλά και τον εγκλωβισμό της σκέψης. Μια ξεθωριασμένη ταπετσαρία, ένα παράθυρο σφραγισμένο με ξύλινες τάβλες που αποκλείει τους ενοίκους από την εξωτερική απειλή, ένα ατημέλητο χαλί στο πάτωμα και η σκάλα της σοφίτας. Η σκάλα φέρει μέσα της κι έναν συμβολισμό: ακόμα και η δύναμη του Έντουαρντ έχει τα όριά της. Χρειάζεται τη βοήθεια της κόρης του για να συντάξει μια αναφορά για τους σχολικούς επιθεωρητές και τη βοήθεια της συζύγου του για να ανέβει τη σκάλα για τη σοφίτα.
Ο φωτισμός λειτουργεί σχεδόν σαν εργαλείο ανάκρισης, εκθέτοντας το σώμα και το βλέμμα των ηρώων, όπως η κοινωνία εκθέτει το «παρελθόν» όταν το κρίνει με τα μέτρα του παρόντος. Ενισχύει την δραματική κορύφωση και μαζί με τον ήχο λειτουργούν σαν αναπόσπαστα κομμάτια της δράσης.
Οι ερμηνείες λειτουργούν σαν τρεις διαφορετικές όψεις της ίδιας τραυματικής εμπειρίας.
Ο Άρης Λεμπεσόπουλος, ως πατέρας και πρώην δάσκαλος, χτίζει μια αριστοτεχνική ερμηνεία. Χωρίς να προκαλεί μεγάλη συμπάθεια για τον Έντουαρντ, κινείται λαμπρά μεταξύ ορθολογικότητας και μιας ανεξήγητης οργής. Φαίνεται έτοιμος να εκραγεί, είναι τόσο γεμάτος με πράγματα που δεν ειπώθηκαν. Πίσω από τη φαινομενική του ψυχραιμία διαφαίνεται η αγωνία ενός ανθρώπου που βλέπει τα θεμέλια της ταυτότητάς του να διαλύονται. Δεν ερμηνεύει απλώς έναν συνταξιούχο εκπαιδευτικό — ενσαρκώνει τον ίδιο τον μηχανισμό της εξουσίας που αδυνατεί να αυτοαναγνωριστεί. Κάθε αναπνοή του λειτουργεί σαν ομολογία ενοχής και αμφιβολίας μαζί.
Η Μορίν της Τατιάνας Παπαμόσχου ταλαντεύεται μεταξύ πιστής συμμάχου και εκφοβισμένου θύματος. Αποδίδει τη μητέρα ως φιγούρα σιωπηλής συνενοχής αλλά και βαθιάς αποστασιοποίησης απέναντι στην κόρη της.
Η Γρηγορία Μεθενίτη, ως κόρη, εισβάλλει με την ενέργεια της νέας γενιάς που απαιτεί δικαιοσύνη. Η παρουσία της είναι ηλεκτρισμένη, διαρκώς έτοιμη να εκραγεί. Αποτυπώνει με οξυδέρκεια το πρόσωπο της σύγχρονης «ηθικής αγανάκτησης»: την ορμή να ακυρώσουμε, να καθαρίσουμε, να ξαναγράψουμε την Ιστορία — χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι θα απογίνει ο άνθρωπος μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Η Άννα της, υποστηρίζει τις φιλελεύθερες αξίες, η συνεχής χρήση φράσεων όπως «η ενδεδειγμένη πρακτική» και «οι φωνές των μαθητών» υποδηλώνουν ότι έχει επίσης κληρονομήσει την άκαμπτη πίστη του πατέρα της στα συστήματα.

Μέσα από αυτό το τριμερές ερμηνευτικό σχήμα, η παράσταση αποκτά μια σχεδόν τραγική συμμετρία: ο πατέρας ως παρελθόν, η κόρη ως παρόν που επιτίθεται, και η μητέρα ως ο ενδιάμεσος χρόνος που προσπαθεί να γείρει την πλάστιγγα προς το δίκιο του πατέρα.
Η παράσταση θέτει επί τάπητος το ερώτημα της κατάχρησης εξουσίας. Πότε η παιδαγωγική μετατρέπεται σε βία; Πότε ο δάσκαλος, ο γονιός, ο θεσμός, παύει να μορφώνει και αρχίζει να τιμωρεί; Ο Ρέιβενχιλ μάς αναγκάζει να δούμε την εκπαίδευση όχι ως χώρο γνώσης, αλλά ως μηχανισμό αναπαραγωγής πειθαρχίας. Στο βλέμμα της κόρης, που επιστρέφει για να «ανακρίνει» τον πατέρα, καθρεφτίζεται η γενιά που ζητά απολογισμό. Είναι η γενιά του cancel culture, που προσπαθεί να επαναδιαπραγματευτεί τη μνήμη: να ξεριζώσει ό,τι θεωρεί βίαιο, παρωχημένο, ανεπίτρεπτο. Όμως το ερώτημα του έργου παραμένει: μπορούμε πράγματι να ακυρώσουμε το παρελθόν;
Η «λάθος πλευρά της Ιστορίας» δεν είναι ποτέ σταθερή. Ο δάσκαλος που άλλοτε θεωρούνταν πρότυπο, γίνεται τώρα σύμβολο καταπίεσης. Η κόρη, που απαιτεί δικαιοσύνη, γίνεται φωνή μιας νέας μορφής βίας — αυτής που καταδικάζει χωρίς διάλογο. Η σύζυγος, παγιδευμένη ανάμεσά τους, αναπαριστά τη σιωπηλή κοινωνία που μαθαίνει να επιβιώνει μέσα από την ανοχή. Έτσι, η Ράβδος γίνεται μια τριλογία συνειδήσεων πάνω στην ευθύνη, τη μνήμη και τη λήθη.
Η θεατρική γραφή του Ρέιβενχιλ, κοφτή, επαναληπτική, σχεδόν μουσική, αναδεικνύει την καθημερινότητα ως πεδίο εξουσίας. Οι λέξεις δεν είναι μόνο διάλογος, είναι όπλα. Η γλώσσα —όπως και η διδασκαλία— μπορεί να διαπαιδαγωγεί ή να συντρίβει.
Η παράσταση – όπως συνάγεται – γίνεται ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας: τι σημαίνουν σήμερα η εξουσία και η αξιολόγηση; Πώς αντιδράμε ως κοινότητα και ως άτομα στο βάρος της μνήμης και των σημείων που μας «καταγράφουν»; Η παρουσία της σχολικής βίας, της επιθετικότητας των μαθητών, της αποξένωσης των γενεών συνθέτει ένα ‘‘κοινωνικό δράμα’’ με ισχυρή λογοτεχνική υπόσταση.
Η Ράβδος στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων δεν είναι μια απλή καταγγελία της βίας· είναι μια ανατομία της νομιμοποίησής της. Είναι μια παράσταση που ρωτά: ποιος διδάσκει ποιον; Και ποιος έχει το δικαίωμα να τιμωρεί;
Της Δώρας Μπαρουτάκη, 7/11/2025
Πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ

