17.8 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Το σουβλάκι

Ένα μήνα πριν κλείσω τα τριαντατέσσερα μου χρόνια αποφάσισα να κάνω δώρο στον εαυτό μου ένα ταξίδι με βαν. Θυμήθηκα ότι έχω έναν καλό φίλο, ο οποίος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Θα τον πάρω τηλέφωνο και θα του ζητήσω να μου βρει ένα. Αυτή η σκέψη μου όμως έσβησε άδοξα, όταν συνειδητοποίησα πως δεν έχω τον αριθμό του. Ίσως δεν είναι και τόσο φίλος μου τελικά. Ιδέα!

Θα του στείλω στο φου-μπου. Και το έκανα. Και του ζήτησα βαν. Και μου βρήκε. Και τώρα το έχω παρκαρισμένο κάτω από το σπίτι μου, με εμένα όρθιο στο μπαλκόνι να το κοιτάζω. Θέλει πλύσιμο. Μέσα-έξω. Δεν είναι πολύ παλιό, αλλά σίγουρα δε το λες καινούριο. Είναι σκούρο μπλε και οι κουτσουλιές κάνουν μπαμ. Και τα λάστιχα θέλουν φούσκωμα. Λες να χει περάσει ΚΤΕΟ; Πώς χάλασε μόνο ο ένας γυαλοκαθαριστήρας; Το καντράν γιατί γράφει 220, όταν ξέρεις ότι δε πρόκειται να τα φτάσεις ποτέ; Γιατί πεινάω, αφού έφαγα πριν μιάμιση ώρα; Ρε γαμώτο πεινάω πολύ. Ας ξαναφτιάξω μακαρόνια μπαρίλα νο7 με έτοιμη σάλτσα πέστο –μυστική συνταγή μιας φίλης.

Μπήκα στη κουζίνα, έβαλα νερό στη κατσαρόλα και όχι στo κατσαρολάκι που έχω. Πιστός φίλος αυτό το κατσαρολάκι. Έχω φτιάξει μακαρόνια για 8 άτομα και έχω μαγειρέψει τα πάντα εκεί. Ομελέτες, κοκκινιστά, παστίτσιο(;), φακές, έχω ζεστάνει έτοιμα φαγητά, δώρο της μάνας μου, έχω κάψει έτοιμα φαγητά, δώρο της μάνας μου κ.α. Βέβαια, έχω καταφέρει να κάψω και μια κατσαρόλα. Άναψα λάθος μάτι. Βλάκας. Και ενώ κυλούσαν όλα ομαλά κοιτάζοντας με βλέμμα χειρούργου, από πάνω, το νερό να βράζει -ένας αρχαίος αιγυπτιακός μύθος λέει ότι αν κοιτάζεις το νερό, τότε βράζει πιο γρήγορα- είδα με την άκρη του ματιού μου το προσπέκτους από το καινούριο φαστφουντάδικο να με κοιτάζει δελεαστικά.

Μακαρόνια μπαρίλα νο7 με έτοιμη σάλτσα πέστο -μυστική συνταγή φίλης-  έφαγα πριν μιάμιση ώρα, σουβλάκια όμως έχω δυο μέρες να φάω -σκέφτηκα.  Το σκέφτηκα αρκετά, τόσο που το νερό άρχισε να κάνει κοχλ-κοχλ-κοχλ-κοχλ -κόχλαζε. Ενέδωσα και πήρα τηλέφωνο. Σβήνω το μάτι. Πιάνω το καινούριο προσπέκτους, μα μια φωνή μέσα μου φώναξε: τι κάνεις; Με κεφαλαία. ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ; ΠΑΡΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΠΑΝΤΑ.

Τότε ξεκίνησε μέσα μου μια μάχη που θύμισε κάτι ανάμεσα σε Περλ Χάρμπορ και Αφιόν Καραχισάρ. Νικητής το καινούριο. Απέφυγα τη σιγουριά του γυράδικου που έχει σταθεί δίπλα μου σε δύσκολες στιγμές. Βλέπεις η τορτίγια και η κυπριακή πίτα φαινόντουσαν σαν κοπέλες που παίζουν μπιτς βόλεϊ κι εγώ είμαι λάτρης του γυναικείου μπιτς βόλεϊ. Α, και των ήχων γυναικείου τένις. Τώρα πεινάω πιο πολύ. Πήρα γρήγορα -γατάκι Μπολτ- τηλέφωνο και από την άλλη άκρη άκουσα μια αγχωμένη φωνή. Έγινε η απαραίτητη «εισγωρή ή εισχωρή σε κάποιο ηλεκτρονικό υπολογιστικό σύστημα» και έδωσα την παραγγελία μου. Η τελευταία μου λέξη ήταν «χωρίς-πατάτες».

Του παιδιού «σε-σαράντα-λεπτά-θα-ναι-εκεί». Δε ξεκινήσαμε καλά τη νέα μας σχέση. Πέρασε μία ώρα. Χτυπάει το κουδούνι. Χαλάλι. Άφησα ένα γενναιόδωρο πουρμπουάρ, ως συνήθως. Δε φταίει ο ντελιβεράς και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζω καλά. Πήγα στη κουζίνα έτοιμος για μια νέα γνωριμία. Φόρεσα και τα καλά μου, δηλαδή, τις πυτζάμες με τη στάμπα λαδιού από γύρο. Σουβενίρ από προηγούμενο ατύχημα -ο τυλιχτής δεν τον είχε τυλίξει καλά, εγώ δεν έφταιγα, ποτέ δε φταίω.

Έσκισα σε ταχύτητα φωτός -γατάκι Αϊνστάιν-  τη σακούλα. Κάτι όμως άρχισε να με χαλάει και δεν ήταν οι πατάτες που είδα πρώτη μούρη. Είδα λίγο παραπάνω λάδι από το συνηθισμένο. Ψέματα. Είδα πολύ παραπάνω λάδι από το συνηθισμένο. Έφαγα μια μπουκιά και τα κατάλαβα όλα. ΟΧΙ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ. Ό,τι χειρότερο στην ιστορία της ταχυφαγίας. Έφαγα μια δεύτερη μπουκιά. Ό,τι χειρότερο. Έφαγα και τρίτη. Επιβεβαιώθηκα. Και ενώ σκεφτόμουν να πάρω τηλέφωνο και να κάνω παράπονα, συνέχιζα να τρώω σα να μην υπάρχει αύριο. Μέχρι που η τελευταία μπουκιά (ναι, αυτή που γλείφεις από το χαρτί τα τελευταία των τελευταίων υπολείμματα) έστειλε το τηλεφώνημά μου για βρούβες. Συγχαρητήρια!!! Έκανα νέο ρεκόρ, 17”/γύρο.

Ας ανάψω ένα τσιγάρο. Ας πιω και κοακόλα. Ζήρο. Ναι, είχα παραγγείλει και κόκα για την έξτρα απόλαυση (αυτό το κάψιμο της πρώτης γουλιάς) – πανάθεμά με. Η αλήθεια είναι είχα μεγάλες προσδοκίες. Τώρα κάθομαι στο μπαλκόνι, χαζεύω ξανά το βαν και προσπαθώ να καταλάβω. Που στον πούτσο βρέθηκε τόση σκόνη; Στην έρημο Καλαχάρι ήταν παρκαρισμένο; Πρέπει οπωσδήποτε να το πάω για πλύσιμο. Μέσα-έξω. Ξαφνικά νιώθω μια στεναχώρια. Η πλέιλιστ στο γιουτιούμπ κάπως απαλύνει την σύγχυσή μου και το φούσκωμά μου. Γιατί όμως νιώθω σαν να έχασα τσου-λου στο 90′;

Ράντομ σκέψεις με κατακλύζουν. Σε ποιο σημείο βούλιαξε το καράβι;/ Μήπως έπρεπε να το παίξω σέηφ μόουντ;/ Γιατί ήρθε τόσο ακριβή η ΔΕΗ;/ Και γιατί έδωσα τόσο μεγάλο πουρμπουάρ;/ «Η συνήθεια δαμάζει ακόμα και τη φύση»;/ Ο τολμών τελικά νικά;/ Μήπως το καινούριο είναι τόσο τρομακτικό όσο κάποτε φαντάζει;

Και ξαφνικά θυμήθηκα τον έρωτα της ζωής μου που τον κέρδισα, γιατί τόλμησα να μιλήσω. Κι ας είχα στο ιστορικό μου καμιά σαρανταριά χυλόπιτες -όσα και τα λεπτά αναμονής που ο αγχωμένος υπάλληλος του φαστουφάντιδικου, μου είπε.

Πήρα είκοσι ευρώ, κατέβηκα χαρούμενος και τρέχοντας -γατάκι Γκάτλιν- τις σκάλες, μπήκα στο βαν και ξεκίνησα για βενζινάδικο. Θα το κάνω πεντακάθαρο. Και θα το φουλάρω. Αν μου φτάσουν φυσικά τα λεφτά.

Του Σωτήρη Μεντζέλου, 15/9/2016
 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα